Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Το έθιμο του Κλήδονα

 


Ο σκοπός του τραγουδιού του Κλήδονα από τα Παλάτια θεωρείται από τους ωραιότερους του είδους του στην Ελλάδα. Η γυναικεία αυτή γιορτή με τις πανάρχαιες ρίζες διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα στα περισσότερα μέρη εγκατάστασης των Μαρμαρινών και φυσικά στα Νέα Παλάτια του Ωρωπού όπου αναβιώνει κάθε χρόνο αποτελώντας το δημοφιλέστερο έθιμο του καλοκαιριού.

Στις 23 Ιουνίου το βράδυ, παραμονή της γιορτής του Άη Γιάννη του Κλήδονα, άναβαν φωτιές στις γειτονιές και πηδούσαν, λέγοντας «άντε κι απ’ χρόνου». Όταν έσβηναν οι φωτιές, κορίτσια πήγαιναν στα πηγάδια με έναν μαστραπά[1], έπαιρναν το αμίλητο νερό και τον σκέπαζαν με ένα κόκκινο πανί ώσπου να πάνε σπίτι. Κάθε λεύτερη κοπέλα έριχνε το σημάδι της (δαχτυλίδι, σταυρουδάκι ή άλλο κόσμημα μικρής αξίας, κουμπί, κέρμα ή οποιοδήποτε μικροαντικείμενο) μέσα στον μαστραπά και τον κλείδωναν συμβολικά με μια κλειδαριά για να «κλειδώσει» η τύχη των κοριτσιών. Τον άφηναν όλη τη νύχτα προς την 24η Ιουνίου έξω, στα άστρα, για να αποκτήσει μεγάλη δύναμη και να φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Το δειλινό, ανήμερα τ’ Αγιαννιού, έβαζαν ένα κοριτσάκι, συνήθως ντυμένο νύφη, να βγάζει τυχαία τα σημάδια μέσα από τον μαστραπά και οι συμμετέχουσες τραγουδούσαν διάφορα στιχάκια πάντοτε σχετικά με την καλή μοίρα, την ομορφιά και τις χάρες του μέλλοντος αρραβωνιαστικού ή της κοπέλας στην οποία ανήκε το σημάδι.

Το τραγούδι ξεκινούσε πάντοτε «με τ’Αγιαννιού ντη χάρη» κι ακολούθως οι κοπέλες τραγουδούσαν απανωτά δίστιχα με την αγωνιώδη επίκληση «πρόβαλε» προς τον επίδοξο και ποθητό «χαϊδεμένο» τους, για να βιαστεί να εμφανιστεί, προς ολοκλήρωση της ευτυχίας τους:

Ανοίγουμε ντον κλήδονα με τ’Αγιαννιού ντη χάρη

Κι όπου είν’ ο καλορίζικος τώρα θε’ αν προβάλει (2).

Πρόβαλε, χαϊδεμένε μου, στράψε και λάμψε, φως μου,

Ντο νου μου και ντο λογισμόν, όπου με πήρες, δώσ’ μου (2).

Πρόβαλε με τα σύννεφα κι έλα με ντον αγέρα,

Με τα πετάμενα πουλιά ανεκατέψου κι έλα (2).

Πρόβαλε, χαϊδεμένε μου, και σαν ντον ήλιο λάμψε,

Να πάψουνε τα μάτια μου μιαν ώρα απέ το κλάψε (2).

Μετά τον κυρίως σκοπό με τα κοντύματα (δίστιχα) του κλήδονα, οι Παλατιανές τραγουδούσαν και διάφορα άλλα ερωτικά τραγούδια (επίσης με κοντύματα), στους ρυθμούς των συρτών χορών του χωριού, όπως το Μπαρμπουνάκι, το Μύργαλο κ.ά.

Τα μάτια σου τα ολόμαυρα, σαν της ελιάς το ρέκι[2],

Το πρόσωπό σου είναι γυαλί κι ούλο ντον κόσμο φέγγει (2).

Κλήδονα μεγαλόχαρε, των κοριτσιών καμάρι,

Στείλε με το ταιράκι μου, να ‘ρτεί και να με πάρει.

Μαλαματένιε μου σταυρέ με τα μαργαριτάρια,

Ξεχωριστός με φαίνεσαι μέσα στα παλληκάρια.

Όσα ν’ ακούσω για τα σε, όσα και να με πούνε,

Αδύνατο τα μάτια μου άλλονε για να διούνε.

Τα μάτια μου περιόρισα πια να μη σε θωρούνε

Και κείνα τα μαριόλικα, όταν σε διουν, γελούνε.

Συχνά, προς το τέλος του μαντικού εθίμου, αφού είχαν δοθεί όλα τα σημάδια, ακούγονταν και διάφορα αστεία, σκωπτικά ή και εντεψίζικα (πρόστυχα) δίστιχα όπως:

Θαρρείς πως είσαι όμορφος, φουσκώνεις σαν μπαλόνι,

Δε βλέπει τα μπαλώματα πόχει στο παντελόνι.

Όταν σ’εγέννα η μάνα σου και σε εκοιλοπόνα,

Θε’ να σε κάνει βάτραχο και σ’ έκαμνε χελώνα.

Η λέξη «κλήδονας» έχει αρχαία ελληνική προέλευση (από τη λέξη «η κληδών», «της κληδόνος») και σημαίνει μαντεία, πρόρρηση, οιωνός.

Πηγές

·       Ηλιάδης Θ. (2001), Προκόνησος, Παλάτια, Νέα Παλάτια, Κοινότητα Νέων Παλατίων.

·       Κοντάρας Θ. (2021), Τραγούδια από τα Παλάτια του Μαρμαρά της Μικράς Ασίας, εκδ. Λυκείου Ελληνίδων.



[1] Μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού.

[2] Ρέκι: χρώμα, μορφή (τουρκ. renk).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου