Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Τοπωνύμια, γαίες και καθημερινή ζωή στον Ωρωπό κατά την Τουρκοκρατία

 

Αρχικά, κύριο χαρακτηριστικό  του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος ήταν  η κρατική κτήση επί του εδάφους, δηλαδή οι  γαίες των τιμαρίων ήταν αναπαλλοτρίωτες και δεν μπορούσαν να  μεταβιβαστούν με πώληση, δωρεά ή κληρονομιά.

Περί τα μέσα του 17ου αιώνα, η Στερεά Ελλάδα και η Εύβοια ήταν διαιρημένες σε 12 ζιαμέτια και 168 τιμάρια. Στην υπόλοιπη όμως αττική ύπαιθρο εφαρμόστηκε το σύστημα της μικρής αγροτικής εκμετάλλευσης. Και στις δύο περιπτώσεις την υψηλή κυριότητα διατηρεί το κράτος, ενώ οι  αγρότες κατέχουν υπό όρους τη γη που καλλιεργούν. Έτσι είναι δυνατόν να  ερμηνευτεί και η ανεκτικότητα των Τούρκων σε ορισμένες προϋπάρχουσες  γαιοκτητικές μορφές.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Αττική αριθμούσε περί τα 60 χωριά, από τα οποία τα  περισσότερα αποτελούσαν μικρές συναθροίσεις αγροτόσπιτων σε μεγάλα κτήματα. Την εποχή αυτή,  πρέπει να αρχίζει και στην αττική ύπαιθρο η εμφάνιση των τσιφλικιών. Το τσιφλίκι, ως έκφραση μιας ιδιωτικής εξουσίας επί μεγάλων εκτάσεων γης συμπίπτει γενικότερα με την αρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  που έρχεται με το τέλος των κατακτήσεων, την υπαγωγή της στη διεθνή  καπιταλιστική αγορά, τον διαρκή πληθωρισμό και την αύξηση των φόρων.

Τα τούρκικα τσιφλίκια γενικά σχηματίστηκαν στις πεδινές περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί Αρβανίτες, στα Μεσόγεια, στο Μαραθώνα, στον Ωρωπό και στην πεδιάδα των Αθηνών, και μαζί με τα μοναστηριακά μεγάλα κτήματα θα πρέπει να αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των γαιών στην Αττική.

Όπωςέχουμε αναφέρει, η ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού χωρίστηκε αρχικά σε δύο τσιφλίκια: του «Συκάμινου» (ή του Σάλεσι σύμφωνα με άλλους ερευνητές) και του «Ωρωπού», που περιλάμβανε τα χωριά Ωρωπό, Σκάλα Ωρωπού, Μαρκόπουλο, Μήλεσι, Χαλκούτσι, καλλιεργήσιμες και δασικές εκτάσεις, βοσκοτόπια και σπίτια καλλιεργητών.

Εκτός από τα χωριά του Ωρωπού και του Συκαμίνου που τα συναντούμε συχνά στις αφηγήσεις, υπήρχαν ακόμη διάσπαρτοι μικροί οικισμοί όπως το Παλιοκατούντι (ΝΔ του Συκαμίνου), αλλά και μεγάλοι αρβανίτικοι οικισμοί όπως το Μαλ(ι)κάσι (=Βραχοβούνι, ΝΔ της σημερινής Μαλακάσας), το Μπουγιάτ ή Μπούγια ή Μπούγα (σημερινό Ασπροχώρι, παλιός οικισμός της αρβανίτικης φάρας των Μπούα ή Μπούγια), το Παλιοχώρι (νότια της σημερινής Σφενδάλης), το Λιέθεζι (Λιθοχώρι), το Αμπέλεζι ή Αμπέλεσι, το Κοτρώνι, το Κούτζι[1], το Λεβίσι, η Μαυροσουβάλα και βέβαια το Σάλεσι, ένας πολύ ισχυρός οικισμός που οφείλει το όνομά του στο λατινικό salis που σημαίνει στενό πέρασμα.

Όλοι αυτοί οι μικροί οικισμοί που ήταν χαμηλά στην κοιλάδα του Ασωπού, αναγκάστηκαν να μεταφερθούν ψηλότερα και να ενσωματωθούν στον οικισμό του Σάλεσι για λόγους ασφαλείας, αφού γύρω στο 1740-1760 η βαριά φορολογία και η βάναυση συμπεριφορά των εισπρακτόρων (σπαήδων) του Σαλή, βοεβόδα των Θηβών, αλλά και του πασά του Ευρίπου, είχε κάνει απολύτως ανασφαλή τη διαβίωση των φτωχών κατοίκων αυτών των αδύναμων οικισμών.

Το Σάλεσι ή Σάλισι ήταν χτισμένο στο δυτικό μέρος του σημερινού Αυλώνα και στο ανατολικό εφαπτόμενο σημείο του ρέματος Λεμούσι ή  Λιεμούσι. Η λέξη Λιεμούσι είναι πιθανό να προέρχεται από τη λέξη λεμός, με την αρβανίτικη συνηθισμένη προσθήκη του «ι» ανάμεσα στο λάμδα και το έψιλον, κάτι που ήταν χαρακτηριστικό για την αρβανίτικη λαλιά των χωρών της περιοχής. Λεμός ονομαζόταν το χαμηλότερο πέρασμα (διάσελο) ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές, που συνήθως ήταν και ρέμα απορροής των ομβρίων υδάτων. Αυτό το πέρασμα συνήθως ήταν στενό, άρα salis, άρα Σάλισι=Σάλεσι.

Σε περιόδους «ηρεμίας», η κύρια ενασχόληση των κατοίκων του Ωρωπού ήταν η καλλιέργεια του μεγάλου και ιδιαίτερα εύφορου κάμπου του, που απλωνόταν ανατολικά του Ασωπού έως τον δρόμο του Αμφιάρειου. Στον κάμπο αυτό, εκτάσεως περίπου 6.000 στρεμμάτων, καλλιεργούταν κυρίως σιτάρι, που όχι μόνο κάλυπτε τις ανάγκες όλης της περιοχής, αλλά τροφοδοτούσε και κάλυπτε τις ανάγκες και άλλων πόλεων, όπως η Αθήνα κ.α. Εκτός από σιτάρι, η περιοχή είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένη κτηνοτροφία αλλά και ανεπτυγμένο εμπόριο ρητίνης, ξυλείας αλλά και βελανιδιών, τα οποία εξάγονταν προς Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, κτλ.[2]

Μολονότι οι ταραχές και η ανασφάλεια ήταν συχνά φαινόμενα, σύμφωνα με ιστορικές πηγές (Νταλέγκρ, 2006) δεν εξέλιπαν οι περιπτώσεις συνεργασίας ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους των διαφορετικών εθνοτήτων: Οι γυναίκες αντάλλασσαν μπουκαλάκια με αγίασμα και τα μέλη κάθε κοινότητας παρευρίσκονταν στις γιορτές των άλλων.  Οι ονομασίες των εδεσμάτων ήταν τουρκικής προέλευσης (ταραμάς, μουσακάς, γεμιστή μελιτζάνα), αλλά οι πιο περιζήτητοι μάγειρες ήταν Έλληνες.  Αντίστοιχα, ορισμένοι ελληνικοί χοροί είχαν τουρκικά ονόματα (τσιφτετέλι, καρσιλαμάς, συρτός) , ενώ οι σύγχρονοι μουσικολόγοι διαπιστώνουν κοινές μουσικές ρίζες των δύο λαών (Μαυροειδής, 1999)[3].

Άλλες περιπτώσεις συνύπαρξης θα πρέπει να θεωρούνται εκείνες που έχουν σχέση με τις συναλλακτικές πράξεις, την καταβολή των ποικίλων δοσιμάτων, την επίλυση κάποιων δικαστικών διαφορών, την υποβολή παραπόνων, το συγχρωτισμό μέσα στη συντεχνία κ.ά. Όλες, όμως, οι ομάδες διαβιώνουν και συνεργάζονται κάτω από ένα αδιαμφισβήτητο όρο, την πολιτική και οικονομική υποτέλεια στην κυρίαρχη τάξη (Καλαϊτζάκης, 2000).

O κύκλος του χρόνου, τα μεγάλα γεγονότα της προσωπικής ζωής, ο θάνατος και η ανάμνηση των προσφιλών προσώπων έπαιρναν σχήμα και μορφή μέσα από γιορτές και τελετές. O ιδιαίτερος χαρακτήρας των τελετών αυτών επέτρεπε στα άτομα και τις ομάδες να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, να διατηρούν τοπικές μνήμες και παραδόσεις και να διεκδικούν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους μέσα σε μια αυτοκρατορία, η οποία έθετε δικούς της, ενιαίους κανόνες για τη ζωή των υπηκόων της.[4]

Πηγές:

Γκικάκης Ι. (2017), Η Παλιγγενεσία, Ωρωπός

Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού: http://www.ime.gr/chronos/11/el/gr/ceremony/

Καλαϊτζάκης Θ. (2000), Η Ανατολική Στερεά Ελλάδα από τη ύστερη Φραγκοκρατία στην πρώιμη Τουρκοκρατία: Η Βοιωτία στα 1400-1500, Διδακτορική διατριβή, ΠΤΔΕ, ΕΚΠΑ

Μαυροειδής Μ. (1999), Οι μουσικοί τρόποι στην Ανατολική Μεσόγειο, εκδ. Fagotto

Ιστορία του Μεσαιωνικού και του Νεότερου Κόσμου 565 -1815, Β’ Λυκείου

Νταλέγκρ, Ζ. (2006), Έλληνες και Οθωμανοί 1453-1923, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

Ντοκιμαντέρ για τον Δήμο Ωρωπού: https://www.youtube.com/watch?v=nwJSeJu8FcE

Τζιόβας Δ. (2022), Συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών: https://www.efsyn.gr/nisides/370397_i-ellada-antimetopizetai-mesa-apo-stereotypa

Τούντα Φ. (1998), Γαιοκτησία, οικιστική επέκταση και αποδάσωση στην Αττική, Διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ.


 



[1] Τα 4 τελευταία είναι προς τη μεριά του Σάλεσι.

[2] Όλη η «χαμηλή» περιοχή πάνω από τον δρόμο Σκάλας-Ωρωπού-Συκαμίνου και έως το Σάλεσι ήταν μέχρι το 1950 γεμάτη από μικρές και μεγάλες βελανιδιές.

[3] Οι Καππαδόκες και των δύο θρησκευμάτων χρησιμοποιούσαν ξύλινα κουτάλια για να δώσουν ρυθμό στον χορό τους, ενώ όλοι οι Πόντιοι μοιράζονταν τους ίδιους χορούς και το ίδιο μουσικό όργανο (Μαυροειδής, 1999).

[4] Στη σύγχρονη λογοτεχνία (π.χ. στα έργα των Διαμαντή Αξιώτη, Ρέας Γαλανάκη, Μάρως Δούκα, κ.ά.), η έμφαση στην πολυπολιτισμικότητα και στην επαφή με τον «Άλλο» διευρύνει και τον χώρο στον οποίο διαδραματίζονται τα μυθιστορήματα (Μικρά Ασία, Βαλκανικός χώρος, Οθωμανοκρατούμενες περιοχές). Αυτού του είδους το ιστορικό μυθιστόρημα θέτει ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας, φέρνοντας στο προσκήνιο ξεχασμένες μειονότητες και ιστορικές προκαταλήψεις (Τζιόβας, 2022).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου