Σε χαμηλό ύψωμα στον οικισμό των Αφιδνών βρίσκεται ο μικρός ναός των Αγίων Θεοδώρων ο οποίος χρονολογείται στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, δηλαδή στην τελευταία βυζαντινή περίοδο που σηματοδοτείται από τη βασιλεία της δυναστείας των Παλαιολόγων (13ος – 15ος αι.).
Ο ναός είναι σταυρεπίστεγος, ένας αρχιτεκτονικός τύπος ναών που εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα και που επιχωριάζει στην κυρίως Ελλάδα. Πρόκειται –συνήθως- για μικρής κλίμακας θολοσκεπείς ναούς, μονόκλιτους ή τρίκλιτους, των οποίων η κατά μήκος καμάρα διακόπτεται από μία δεύτερη εγκάρσια και ψηλά τοποθετημένη καμάρα, έτσι ώστε στη στέγη σχηματίζεται με σαφήνεια το σχήμα του σταυρού, στο οποίο άλλωστε οφείλει ο τύπος το όνομά του. Απαντά με πολλές παραλλαγές και παλαιότερο παράδειγμα του είδους αποτελεί ο ναός της Αγίας Τριάδος στο Κρανίδι Αργολίδος (1245).
Είναι κτισμένος με αργολιθοδομή,
δηλαδή με ένα αμελές σύστημα τοιχοδομίας, αποτελούμενο από λίθους που έχουν
άτακτα τοποθετηθεί στους τοίχους του ναού. Θα πρέπει να ήταν κατάγραφος, καθώς
διακρίνονται δύο στρώματα τοιχογραφιών, από τα οποία το τελευταίο είναι πολύ
νεώτερο. Από το παλαιότερο στρώμα (τέλη 13ου αιώνα περίπου), διατηρούνται
υπολείμματα. Σε όλη την εγκάρσια καμάρα διατηρείται τμήμα της τοιχογραφίας της
Πεντηκοστής με έξι αποστόλους καθισμένους με ανοιχτά ευαγγέλια, ενώ στον δυτικό
τοίχο διακρίνεται τμήμα της Σταύρωσης (Παναγία με άγιες γυναίκες.) Επίσης, σε
τμήμα του βόρειου και νότιου τοίχου αντίστοιχα υπάρχουν στρατιωτικοί άγιοι
(Άγιος Γεώργιος, Άγιος Θεόδωρος καθώς και κάποιες άλλες μορφές που δεν μπορούν,
όμως, να ταυτιστούν).
Ο φιλόλογος κ. Θοδωρής Κοντάρας περιγράφει τα έθιμα των Αγίων Θεοδώρων στη Σμύρνη και την Ερυθραία της Μικράς Ασίας, γράφοντας στην τοπική διάλεκτο:
Η σκόλη των Άγιω
Θεοδώρω στη Σμύρνη και στην Ελυθραία
Στη σκόλη των Άγιω Θεοδώρω
ηβρίσκανε αραλίκι[1] οι λεύτερες κοπέλες να μαντέψουνε με τα κόλλυβα ποιόνανε
θε’ να παντρευτούνε. Η γιορτή πέφτει πάντοτες το πρώτο Σαββάτο τση Σαρακοστής,
πότες μέσα στο Φλεγάρη και πότες μέσα στου Μαρτιού τσι μέρες, και τότες
γιορτάζουμε το θάμα των κολλύβω που ηκάνανε οι Άγιοι Θόδωροι κι ησώσανε τσι
Χριστιανοί από τα μολεμένα θροφίματα των αντιχρίστω. Για να τσι τιμήσουνε, το
λοιπόν, εκείνο το Σαββάτο, που ‘ναι και Ψυχοσάββατο, οι γυναίκες δεν
ηδιαρμίζανε[2]το σπίτι ντως κι ητρώανε νηστίσιμα φαγιά, μοναχά με λάδι. Ηκάνανε
και κόλλυβα με σκέτο στάρι, για τσι ψυχές των πεθαμένωνε.
Οι ανύπαντρες ηπηαίνανε την
παραμονή τση γιορτής στην εκκλησά, να κλέψουνε τρία ή εννιά σπυριά από τα
πανέρια, όπου ήριχνε ο κόσμος τα βρασμένα κόλλυβα, για να τα μνημονέψει ο
παπάς. Τούτα τα κόλλυβα τα ηβάζανε σ’ ένα μαντηλάκι κάτω απ’ το προσκέφαλό ντως
κι ηπιστεύγανε πως τη νύχτα θε’ να ονειρευτούνε τον άντρα που θε’ να πάρουνε.
Και κάθε λεύτερο Σμυρνιοκόριτσο ήλεγε, προτού κοιμηθεί, τούτο το
ποιματάκι-προσευχή:
Άη-Θόδωροι καλοί,
Άγιοι και
θαματουργοί,
αυτού στην έρημο
που πάτε
και τσι μοίρες
απαντάτε,
αν δείτε και την
εδική μου,
να τη
διπλοχαιρετάτε.
Αν κάθεται, να
σηκωθεί
κι αν στέκεται, να
δράμει,[3]
να πάρει χρυσά
στέφανα,
νά ‘ρχει να με
μοιράνει.
(παραλλαγή από τον
Κουκλουτζά τση Σμύρνης)
Άλλα κορίτσια τση παντρειάς
‘παντέχανε[4]τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας Σαββάτο, κι ηβγαίνανε στο παναθύρι,
μπας και δούνε το «γαμπρό» να περνά γιά[5]μπας κι ακούσουνε τ’ όνομά του. Και
τότες οι μαντράχαλοι και ούλα τ’ αλάνια του μαχαλά ηπαραμονεύγανε στο καντουνάκι[6]κι
απέ[7] ηφωνάζανε τούρκικα, αρμένικα, φράγκικα κι οβραίικα ονόματα: Ρετζέπης,
Χασανάκης, Αγκόπ, Κιρκόρ, Ζοζέφ, Κάρλος, Ισάκ, Δαβής, για να τσι
κογιονάρουνε.[8]
Στα Βουρλά οι ανύπαντρες ηβάζανε
σ’ ένα μαντηλάκι λίγα κόλλυβα κι ούλη τη μέρα τα είχανε απάνου τους. Το βράδυ,
που θε’ νά ‘βγουνε τ’ άστρα, ηπηαίνανε στα ξέφωτα, ηρίχνανε κάτου το μαντήλι κι
αυτουδά,[9] μέσα σ’ έναν κύκλο, ησπέρνανε τα κόλλυβα, λέγοντας ρυθμικά το
τραγουδάκι τ’ Άη-Θόδωρα:
Άη-Θόδωρε καλέ,
Άγιε και
θαματουργέ,
αυτού στην έρημο
που πας
και τσι μοίρες
απαντάς,
σα δεις και τη
δική μου,
να μου τήνε
χαιρετάς.
Αν κάθεται, να
σηκωθεί,
κι αν στέκεται, να
πορπατεί,
κι αυτά που
έσπειρα εδώ
να τα θερίσομε
ματζί.
Κι απέ, τη νύχτα οι Βουρλιωτίνες ερπίζανε[10]
να ονειρευτούνε ένα γαμπρό και νά βρουνε την τύχη τως.
Το τραγουδάκι τουτοδά είναι
απάνου-κάτου το ίδιο σε ούλα τα χωριά, από τα τριγυρινά τση Σμύρνης ίσαμε τα
Βουρλά, τ’ Αλάτσατα, τον Τσεσμέ και τα χωριά του τα καραμπουρνιώτικα.
Για να μαντέψουνε ποιόνανε θε’ να
παντρευτούνε, οι λεύτερες κοπέλες ηψένανε και τσι αρμυροκουλούρες. Τσι πίτες
τούτες τσι σιάχνανε αποβραδίς την παραμονή του Α-Γιαννιού του Φανιστή, στσι 23
του Γιούνη. Τα κορίτσια που ηγυρεύανε γαμπροί, ηζυμώνανε τρεις μικρές
ουλοστρόγγυλες κουλουρίτσες με σκέτο αλεύρι, λίγο προζύμι και μπόλικο αλάτσι.
Τσι ψήνανε με τη χόβολη που ηπαίρνανε από τσι αφανοί –τσι φωτιές, μαθές, όπου
είχανε καμένοι τσι μάηδοι.
Τσι δυο αρμυροκουλούρες οι
κοπέλες τσι τρώανε πριχού κοιμηθούνε, χωρίς όμως να πιούνε νερό, κι ας ήτανε
λύσσα ο στόμας τως. Την τρίτη την ηφυλούσανε για να ντήνε φάνε των
Αγι-Αποστόλω, στσι 30 του μηνού.
Έτσιδας που ήτανε λύσσα αφ’ το
αλάτσι οι πίτες, η κοπέλα τη νύχτα ηδίψαε πολύ και θε’ να ήβλεπε –λέει– στον
ύπνο τσης να τζη[11] δίνει νερό εκείνος που θε’ να παντρευτεί!
Τότες, εκείνα τα χρόνια τα
πρωτινά, οι κοπέλες και τα κορίτσια ήντουστε πάρα πολύ περιορισμένα, κλεισμένα
σκεδό μέσα στο σπίτι ντως. Ηπααίνανε στο σεργιάνι μοναχά με τσι γονιοί ντως κι
αυτό ηγενούντανε αριά και πού, σε καμιά γιορτή και σε καμιά σκόλη. Και για
ταύτος[12]τα κοπελάκια ηπολεμούσανε να προμαντέψουνε την καλή ντως τύχη –το
γάμο δηλαδής– με κάτι τέτοια αντέτια, σαν τα κόλλυβα, τσι αρμυροκουλούρες, τον
κλήδονα, το χύσιμο τω μολυβιώνε, τα κατρεφτίσματα σε πηγάδια μέσ’ στο
καταμεσήμερο και άλλα πολλά από ‘φτά, που τα ηκάνανε οι Έλληνοι
αναντάμ-μπαμπαντάμ[13]από τα χρόνια τ’ αρχαία.
Θοδωρής Κοντάρας, Μάρτης του 2022
Οι Άγ. Θεόδωροι,
κατά του κακού πνεύματος (του δράκοντα). Εικόνα από τη Φέρει Μακεδονικό Μουσείο των Σκοπίων. |
1) βρίσκω αραλίκι: έχω την
ευκαιρία.
2) διαρμίζω: συγυρίζω,
νοικοκυρεύω.
3) να δράμει: να τρέξει.
4) ‘παντέχω: περιμένω.
5) γιά: διαζευκτικό ή. Γράφεται
πάντα τονούμενο, για να ξεχωρίζει από την πρόθεση για.
6) καντούνι, καντουνάκι: γωνιά,
γωνίτσα.
7) κι απέ: κι έπειτα, μετά,
ύστερα.
8) κογιονάρω, κογιονέρνω:
αστειεύομαι, πειράζω, κοροϊδεύω.
9) αυτουδά: εκεί πέρα.
10) ερπίζω, ορπίζω: ελπίζω.
11) τση, τζη: της (άρθρο και
αντωνυμία).
12) για ταύτος: γι’ αυτό το λόγο.
13) αναντάμ-μπαμπαντάμ: από μάνα
και πατέρα (τουρκ.), πατροπαράδοτα, πάππου προς πάππου.
Τοιχογραφία των Αγίων Θεοδώρων από την Κύπρο. |
Το απολυτίκιο των
Αγ. Θεοδώρων
Δώρον Θεού αγίαν
κλήσιν λαβόντες,
προς ευαρέστησιν
αυτού πάντα πράξαντες,
ω Στρατηλάτα
ένδοξε και Τήρων κλεινέ,
Άγιοι Θεόδωροι
αμιλλώμενοι ζήλω,
άμφω ηξιώθητε
μαρτυρίου γενναίου·
διό συνόντες νυν
εν ουρανοίς,
υπέρ ημών Κυρίω
πρεσβεύετε.
Πηγές:
Βυζαντινά Μνημεία Αττικής: https://byzantineattica.eie.gr/byzantineattica/view.asp?cgpk=490&xsl=detail&obpk=327&lg=el
Κοντάρας Θ. (2022), Η σκόλη
των Άγιω Θεοδώρω στη Σμύρνη και στην Ελυθραία, κείμενο μέσω email.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου