Οι Απόκριες είναι μια καθαρά λαϊκή γιορτή με πανάρχαιες ρίζες και πάντα αποτελούσαν για τον ελληνικό λαό περίοδο χαράς, διασκέδασης και γλεντιού, που άγγιζε τα όρια του οργιαστικού. Τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν, ρακί και κρασί έρρεαν άφθονα και ο κόσμος πήγαινε σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια για να γλεντήσει, κυρίως την Τσικνοπέμπτη και τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς, την Κρεατινή και την Τυρινή.
α) Ωρωπός: Στον Παλιό Ωρωπό, ο ερχομός των Αποκριών γινόταν με την προετοιμασία των γλυκών από τις νοικοκυρές, κυρίως γαλατόπιτες, τραχανόπιτες και αποκριάτικες τυρόπιτες. Κάθε Σάββατο βράδυ γινόταν η Βάλεζα, δηλαδή ο χορός γύρω από τη φωτιά. Το τραγούδι ήταν στο κέντρο του γλεντιού. Οι γυναίκες έλεγαν κυρίως το Λεμονάκι μυρωδάτο, τη Γερακίνα και άλλα αποκριάτικα. Οι άντρες έλεγαν τα τραγούδια Στα ρείκια βγαίνει ένα νερό, Πώς το τρίβουν το πιπέρι, Ένα καράβι από τη Χιο, Σταματούλα, Στο Περιστέρι, κ.α. Στη συνέχεια τη σκυτάλη έπαιρνε ο «Αριστοφάνης» του χωριού με σατυρικά τραγούδια που «φωτογράφιζαν», «σατύριζαν» και «πείραζαν» όλους τους παρευρισκόμενους. Μόλις έπεφτε λίγο η φλόγα, τα παιδιά έπαιρναν φόρα και πηδούσαν πάνω από τη φωτιά.
Την τελευταία Κυριακή των Αποκριών (της Τυρινής) γινόταν ο χορός της ρούγας (ο περιφερόμενος χορός). Το έθιμο του χορού της ρούγας είναι παμπάλαιο και έρχεται από τα βάθη της ιστορίας του χωριού του Ωρωπού. Ξεκινούσε κατά τις 11 η ώρα από τις άκρες του χωριού, χωριστά, από έναν άντρα (αντρικός χορός) και μια γυναίκα (γυναικείος χωρός). Ο άντρας και η γυναίκα ήταν καλοί τραγουδιστές, καλοί χορευτές, εύχαρεις (αλέγροι), ηλικίας γύρω στα 40-45 και κυρίως πολύ αγαπητοί και σεβαστοί στο χωριό.
Η γυναίκα, μαζεύοντας πρώτα τα κοριτσόπουλα και τις νέες γυναίκες της γειτονιάς της, ξεκινούσε με ομαδικό τραγούδι (αποκριάτικο) να σέρνει τον χορό από αυλή σε αυλή, καλώντας τα κορίτσια να συμμετάσχουν στον περιφερόμενο αυτό χορό. Εκεί λοιπόν γινόταν κι ένα γρήγορο κέρασμα γλυκού, συνήθως γαλόπιτα, (γαλατόπιτα) από τις νοικοκυρές. Αφού λοιπόν περνούσε από όλες τις γειτονιές και μάζευε όλα τα κορίτσια, κατέληγε στην πλατεία του χωριού, όπου συναντούσε τον αντρικό χορό. Ο αντρικός χορός που ξεκινούσε με παρόμοιο τρόπο από την άλλη άκρη του χωριού, περνώντας από τις γειτονιές για να μαζέψει τα παλικάρια, δεχόταν για κέρασμα, στο πόδι, έναν μεζέ και ένα ποτήρι κρασί.
Εκεί, στην πλατεία, για λίγο διάστημα οι χοροί χόρευαν χωριστά ανταλάσσοντας προκλήσεις και πειράγματα μέσα σε αυτοσχέδιους στίχους τραγουδιών ή γνωστούς «πιπεράτους» στίχους που μόνο εκείνη τη μέρα επιτρέπονταν (τα τραγούδια αυτά έγιναν γνωστά από τη Δόμνα Σαμίου το 2003 και το 2004. Κάποιοι στίχοι καταγράφονται επίσης στο βιβλίο του Ι. Γκικάκη). Τότε στον χορό έμπαιναν και οι γέροντες, πολλές φορές και ο παπάς. Οι δύο χοροί ενώνονταν σε έναν και συνεχίζονταν μέχρι το βράδυ. Σε όλη τη διάρκεια του χορού, οι νοικοκυρές κουβαλούσαν μεζέδες, τυρόπιτες και κρασί για το κέρασμα όλων.
β) Παλάτια: Οι άνθρωποι στα Παλάτια του Μαρμαρά, την Κυριακή της Τυρινής δεν τρώγανε κρέας αλλά έφτιαχναν μακαρούνια ή του παπά τ’αυτιά[1]. Επίσης, έφτιαχναν καταϊφια και χαλβάδες. Τα βράδια έκαναν βεγγέρες σε φιλικά σπίτια με μεζέδες, ψάρια λιαστά, κολιούς, σαφρίδια, ζαργάνες, μπαρμπούνια, παστουρμάδες, σουτζούκια, με πολύ πιοτό και με λαϊκούς και μιμητικούς χορούς, καθαρά αποκριάτικους, όπως το Πιπέρι που το χόρευαν ακολουθώντας τις προσταγές των στίχων. Τα περιγελαστικά, τα σατιρικά και τα εντεψίζικα[2] ή αρσίζικα (αναιδή, άσεμνα) τραγούδια είχαν την τιμητική τους (π.χ. Με παντρεύαν οι γονιοί μου, Σαράντα μέρες μελετώ, Ο Μηνάς, Η Μαρμαρώ, Ο ποντικός που ‘φαγε το φιτίλι, Τρεις σπανοί απέ ντην Πόλη, Ποιος είδε θηλυκό παπά κ.ά.)
Οι μασκαράδες λεγόντουσαν και μπουμπούτσαλοι. Τα λεύτερα παλικάρια μεταμφιέζονταν με διάφορους αυτοσχέδιους τρόπους που προκαλούσαν άφθονο γέλιο, καθώς γύριζαν τα σπίτια και τις γειτονιές. Με καπνιά από το τζάκι ή τον πάτο του τηγανιού και με παλιόρουχα ντυνόντουσαν αράπηδες, κατσίβελοι και κατσιβέλες ή κουδουνάτοι, φορώντας πολλά μικρά και μεγάλα κουδούνια στη μέση. Τα μικρά γυφτοκούδουνα που βάζανε στα γίδια τα έλεγαν κατρακάδες. Επίσης μεταμφιέζονταν σε διάφορες άλλες φιγούρες, όπως η γριά του διαόλου, τσολιάδες, οβριγοί (Εβραίοι), κλπ.
Όμως οι γλεντιστάδες της Αποκριάς τραγοδούσαν και σοβαρά παμπάλαια τραγούδια, ακριτικά, ιστορικά, της ξενιτιάς ή του κύκλου των παραλογών, καθώς και κάθε είδους τραγούδια του γλεντιού που συνόδευαν τους χιορούς του τοπικού ρεπερτορίου, τους συρτούς, τον καρσιλαμά και τα ζεϊμπέκικα, τον χασάπικο κ.λ.π. Επίσης συνηθίζονταν τα τραγούδια με γνωμικό περιεχόμενο, δίστιχα συνήθως. Πάρα πολύ αγαπητά τραγούδια ήταν αυτά στον ρυθμό του καλαματιανού χορού.Τέτοια τραγούδια, ερωτικού ύφους κατά κανόνα (π.χ. Νύχτα ήνταν που σε φίλησα, Τ’ αγκιστράκι, Με στρώσανε να κοιμηθώ, Τώρα το καλοκαιράκι, Όλες οι έμορφες κ.λπ.), ήταν ευρύτατα διαδεδομένα στα έξι χωριά του Μαρμαρά.
Ειδικότερα
το τραγούδι Τ’ αγκιστράκι
είναι ερωτικό τραγούδι των Παλατιών, στο ρυθμό του συρτού καλαματιανού χορού.
Το ποιητικό κείμενο είναι γνωστό σε διάφορα μέρη (π.χ. το μακεδονίτικο τραγούδι
Γαλαζιανή ή Με κάλεσε μια αρχόντισσα). Εδώ γίνεται σύγκριση της πλούσιας
αρχοντοπούλας με τη φτωχοπούλα. Η πρώτη έχει όλα τα υλικά αγαθά, μα είναι «κούτσουρο»
στην αγάπη, μια άχαρη γυναίκα, ένας «δαυλός καμμένος» που δεν διαθέτει
κανένα ερωτικό θέλγητρο. Αντίθετα, η φτωχιά δεν προσφέρει ούτε ανέσεις ούτε
τίποτα άλλο, παρεκτός τη γνήσια, την άδολη ομορφιά της η οποία, βεβαίως, σαν
σωτήριο «μάλαμα και καθάριο ασήμι» που είναι, σκλαβώνει και ξετρελαίνει
τους νέους:
Με
προσκαλεί κι η φτωχιά – ντελή πασά –
και
μ’ έ – και μ’ έκανε τραπέζι,
ντελή – ντελή πασά λεβέντη.
Πέφτ’
, αγκαλιάζω μάλαμα – ντελή πασά –
φιλώ-
φιλώ καθάριο ασήμι,
από- απόψε τι θα γίνει.
(Ακούστε ολόκληρο το τραγούδι εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=nXDwMewM_XM )
Όταν τελείωναν και επέστρεφαν στο σπίτι, στον δρόμο τραγουδούσαν το Φαναράκι, ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια της Προποντίδας. Την τελευταία ημέρα της Αποκριάς έτρωγαν ένα αβγό και έλεγαν «Με το αβγό θα το βουλώσω, με το αβγό θα το ξεβουλώσω», εννοώντας ότι άρχιζε η νηστεία της Σαρακοστής για το Πάσχα.
γ) Αυλώνας: Στον Αυλώνα δέσποζε το έθιμο Ντιβάνι, δηλαδή ο δημόσιος χορός που τελούνταν απαράβατα για εκατοντάδες χρόνια. Η λέξη «ντιβάνι» είναι αραβικής προέλευσης, σήμαινε τον επίπεδο ανοιχτό τόπο και απαντάται στα μεσαιωνικά ελληνικά ενώ στα τούρκικα σήμαινε τον ανοιχτό τόπο διαβούλευσης όπου γίνονταν τα επίσημα συμβούλια. Πράγματι το ντιβάνι σαν χορευτικό έθιμο τελούνταν πάντοτε στην πλατεία του χωριού, τον πιο ανοιχτό και επίσημο τόπο του χωριού όπου εκεί η ολότητα της τοπικής κοινωνίας μέσα από την διασκέδαση επιβεβαίωνε την κοινή δράση και την ομαδική συμμετοχή των κατοίκων σε ό,τι αφορούσε τον τόπο τους.
Η συμμετοχή στον δημόσιο χορό ήταν πάνδημη αφού στο Ντιβάνι κυρίως των Αποκριών[3] συμμετείχαν ακόμη και οι απόδημοι Αυλωνίτες που έρχονταν επί τούτου από τα πέρατα της γης. Το Ντιβάνι της Αποκριάς (τα παλιά χρόνια γινόταν την Καθαρά Δευτέρα) ήταν ονομαστό και γνωστό σε όλη την γύρω περιοχή γι' αυτό και έρχονταν να το δουν επισκέπτες από την Αθήνα ή από διάφορα χωριά και πόλεις της Αττικοβοιωτίας, καθισμένοι στις ταβέρνες που κύκλωναν τα παλιότερα χρόνια την πλατεία του χωριού, προκειμένου να γλεντήσουν και να θαυμάσουν το πλήθος της συμμετοχής των χορευτών (προπολεμικές μαρτυρίες αναφέρουν τουλάχιστον 400 χορευτές), τον πλούτο των παραδοσιακών φορεσιών του χωριού και τη μουσική που έπαιζε ο διάσημος «Κίτσο-Γιαννάτσης» στην πίπιζά του, γεγονότα που το έκαναν μοναδικό.
Το
έθιμο δεν σταμάτησε να τελείται ούτε στην επανάσταση του 1821, ούτε στα ζοφερά
χρόνια της κατοχής του '40, γεγονός που δήλωνε την αδιαπραγμάτευτη εμμονή και
πείσμα των κατοίκων στο έθιμο και τον σκοπό του.
Πηγές:
Γκικάκης Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού,
Ωρωπός.
Ηλιάδης, Θ. (2001), Προκόνησος-Παλάτια-Νέα
Παλάτια, Κοινότητα Νέων Παλατίων.
Κοντάρας Θ. (2021), Τραγούδια από τα Παλάτια
του Μαρμαρά της Μικράς Ασίας, εκδ. Λυκείου Ελληνίδων.
Πολιτιστικός και Πνευματικός Όμιλος Νέων Παλατίων, «Τ’
αγκιστράκι» : https://www.youtube.com/watch?v=nXDwMewM_XM
Σύλλλογος Αυλωνιτών «Το Σάλεσι»: http://tosalesi.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου