Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Η Σφαγή στο Δήλεσι το 1870 («Δράμα του Ωρωπού»)

 

Η Πορεία των Ληστών

Η «Σφαγή στο Δήλεσι»«Το Δράμα του Ωρωπού», ή «Το Ωρώπειον Άγος» όπως επίσης λέγεται) ήταν η σύλληψη, η ομηρία και τελικά η θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις αρχές του Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι. Το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας, Αγγλίας και Ιταλίας, και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη.

Την εποχή εκείνη ο νεαρός βασιλιάς Γεώργιος Α΄ συμπλήρωνε τον έβδομο χρόνο της βασιλείας του και η ζωή στην Αθήνα κυλούσε σχετικά ήρεμα γιορτάζοντας τα εξάχρονα του νέου Συντάγματος, που θεωρούνταν από τα πλέον φιλελεύθερα ευρωπαϊκά συντάγματα της εποχής του.

Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής εκείνης ήταν η εκτεταμένη ληστεία, που βρισκόταν σε έξαρση παρ' όλα τα μέτρα που είχαν πάρει αρχικά οι Βαυαροί και στη συνέχεια οι διάφορες κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της, με συνέπεια τα κρούσματά της να είναι συχνά μέχρι και το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Μία από τις σημαντικότερες εκείνες ληστείες, που ξεκίνησε από το Πικέρμι, είναι και η αναφερόμενη, που κατέληξε σε σφαγή των ομήρων στη περιοχή του Δήλεσι, αλλά και ένα πλήγμα στις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας.

Αρβανιτάκης Τάκος (Δημήτριος) ονομαζόταν ο επικεφαλής της συμμορίας που εκτέλεσε τη ληστεία στο Πικέρμι και κατόπι τη σφαγή στο Δήλεσι, μαζί με τον αδελφό του Χρήστο ο οποίος και σκοτώθηκε κατά τις συγκρούσεις με τα αποσπάσματα λίγο μετά τη σφαγή και ενώ η συμμορία καταδιωκόταν στα υψώματα γύρω από τον Ωρωπό.

Ήταν κι οι δυο αγρότες από την Ανατολική Στερεά, που υπηρετούσαν, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανακρίσεις, στο κτήμα Αχμέτ Αγά του Άγγλου Φρανκ Νοέλ ως οπλοφόροι. Έμπιστοι στην υπηεσία του Άγγλου φεουδάρχη, θεωρήθηκαν ως κατ’ εξοχήν συνεργάτες του στην καταπίεση των χωρικών της Ευβοίας και διεκπεραιωτές της αυταρχικής συμπεριφοράς του έναντι των αγροτών, τους οποίους τρομοκρατούσαν για λογαριασμό του.

Κατά την εποχή της ληστείας και της σφαγής στο Δήλεσι οργίαζαν οι φήμες στην Αθήνα ότι ο προστάτης τους Άγγλος έδωσε στους Αρβανιτάκηδες το «στίγμα» των ξένων, ώστε να συλληφθούν αιχμάλωτοι και στη συνέχεια να εκβιαστεί η κυβέρνηση Θρασύβουλου Ζαϊμη ώστε να περιέλθουν στα χέρια του Άγγλου τσιφλικά και άλλες εκτάσεις γης και δασών.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα Τ. Βουρνά, το φαινόμενο της Ληστείας συνδέεται και με πολιτικές επιδιώξεις των Άγγλων οι οποίοι ήθελαν να αποδείξουν ότι η Ελλάδα είχε ανάγκη στενότερης εξάρτησης από το Αγγλικό στέμμα, αφού δεν ήταν σε θέση να εμπεδώσει την τάξη στο εσωτερικό της.

Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν στη Βουλή το 1871, η ομάδα των ληστών είχε εισέλθει στο ελληνικό έδαφος τον Ιανουάριο του 1870 από την περιοχή των τότε Τουρκικών Αγράφων (Ευρυτανία) τα οποία είχαν διχοτομηθεί κατά τη χάραξη των συνόρων το 1830. Από τη Λοκρίδα πέρασε στη Λειβαδιά. Οι ελληνικές αρχές (επί κυβέρνησης Ζαΐμη) μόλις έμαθαν την εισβολή της ομάδας των ληστών άρχισαν την καταδίωξη. Έγιναν τρεις αιματηρές συγκρούσεις κοντά στη Λειβαδιά, στο Στεφάνι Θηβών και στη Βένιζα Μεγαρίδος όπου υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές και συνελήφθη ο ληστής Τασούλας.

Στην τελευταία σύγκρουση η ομάδα διέφυγε και βρήκε καταφύγιο σε σπήλαιο της Φυλής. Ο βουλευτής Μιλήσης που ανακοίνωσε το ιστορικό της υπόθεσης στη Βουλή, ισχυρίστηκε ότι όλοι οι ληστές εκτός από δύο ήταν ξένοι, δηλαδή «Αλβανοί και Βλάχοι κατοικούντες εν Τουρκία». Πιστεύεται ότι αυτή η δήλωση έγινε επειδή υπήρχε ευρωπαϊκή κατακραυγή κατά της Ελλάδας για το γεγονός. Ο σχολιαστής της ανακοίνωσης αναφέρει ότι οι Αρβανιτάκηδες ήταν Έλληνες καταγόμενοι από τα Άγραφα, οικογένεια από την οποία είχε προέλθει και αρχηγός αρματωλών. Ο Τάκης Αρβανιτάκης είχε διαπρέψει μαχόμενος κατά των Τούρκων στην επανάσταση των Αγράφων το 1866. Επίσης ότι οι λέξεις «Βλάχοι», «Αρβανίτες» και «Αρβανιτόβλαχοι» είχαν αόριστη σημασία και χρησιμοποιούνταν από το λαό με την έννοια των νομάδων κτηνοτρόφων. 



ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ ΣΤΟ ΔΗΛΕΣΙ

Το πρωί της Δευτέρας 29 Μαρτίου του 1870 μια ομάδα περιηγητών, που την αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο εγγονός του κόμη Γκρέυ Φρειδερίκος Βάινερ, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγο και την κόρη του, ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας της Αθήνας κόμης Αλβέρτος ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης και ένας Έλληνας ξεναγός, ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, υπάλληλος του ξενοδοχείου Αγγλία, όπου είχε καταλύσει η παραπάνω ομάδα, ξεκίνησαν με δύο άμαξες και τέσσερις έφιππους χωροφύλακες, τους οποίους διέθεσε η τότε Μοιραρχία κατόπιν εθιμικής αίτησης, για να επισκεφθεί η ομάδα των περιηγητών την ιστορική περιοχή του Μαραθώνα.

Μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης και στους γύρω χώρους, η ομάδα, καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στις 16.30 ώρα, περνώντας ανάμεσα στο Πικέρμι και τα Σπάτα δέχτηκε επίθεση από τη συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, που την αποτελούσαν περίπου 25 ληστές. Οι έφιπποι χωροφύλακες προσπάθησαν να αντισταθούν αλλά η μάχη με τον μεγάλο αριθμό ληστών ήταν άνιση, με αποτέλεσμα δύο από τους χωροφύλακες να τραυματιστούν βαριά.

Οι άμαξες περικυκλώθηκαν και υποχρεώθηκαν όλοι να κατέβουν. Τη στιγμή εκείνη οι ληστές αφαίρεσαν από το λαιμό της Λαίδης Μάνκαστερ ένα διαμαντένιο κόσμημα λέγοντας σε όλη την ομάδα να τους ακολουθήσει, οδηγώντας τη σε μια σπηλιά (λημέρι) της Πεντέλης, όπου εκεί ανέμεναν έξι γεροντότεροι λήσταρχοι καπετάνιοι, μεταξύ των οποίων οι αρχηγοί και αδελφοί Αρβανιτάκη και ο περιβόητος Σπανός, στους οποίους και παραδόθηκαν όλα τα μέλη της ομάδας ως αιχμάλωτοι.

Τότε, κατά την ειδησεογραφία της εποχής, πλησίασε τον χώρο της αιχμαλωσίας μικρό απόσπασμα έξι στρατιωτών, πιθανόν από το Πικέρμι, που όμως αναγκάστηκαν να διακόψουν και να αποχωρήσουν προ των απειλών των ληστών ότι, αν επέμεναν, θα σκότωναν όλους τους αιχμαλώτους τους.

Οι ληστές μην μπορώντας να υπομένουν στις μετακινήσεις τους τις γυναικείες παρουσίες και δύο τραυματίες χωροφύλακες απελευθέρωσαν αυτούς και τον Ιταλό υπηρέτη και μάλιστα με συνοδεία τούς μετέφεραν στο Χαρβάτι (Παλλήνη), διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτε οι σύζυγοί τους. Εκεί περίμεναν οι άμαξες, με τις οποίες και επέστρεψαν στην Αθήνα.

Στη συνέχεια οι ληστές έδωσαν στους αιχμαλώτους τους χαρτί, μελάνι και καλάμους, για ν' αναγγείλουν στην Αθήνα την ομηρία τους και την ανάγκη καταβολής λύτρων 32.000 αγγλικών λιρών, προκειμένου να ελευθερωθούν. Λίγο μετά οι όροι άλλαξαν σε 50.000 αγγλικές λίρες, παροχή αμνηστίας και διακοπή κάθε περαιτέρω καταδίωξης από την πολιτεία μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων.

Ενώ η αγγλική πρεσβεία υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι των ληστών, ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση, θεωρώντας ότι η υποχώρηση στις αξιώσεις του Αρβανιτάκη για αμνηστεία αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό για το κράτος. Αυτή η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους ληστές και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους συλληφθέντες, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα, ώστε να στείλει στους ληστές το ποσόν των 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας.

Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε αυτούς τους όρους και απέστειλε μικτό απόσπασμα Στρατού και Χωροφυλακής, για να καταδιώξει τους ληστές, οι οποίοι – αφού έκαναν μερικές παραπλανητικές κινήσεις προς Χαρβάτι και Κορωπί – διέφυγαν   προς τη βορεινή πλευρά της Πάρνηθας και έφτασαν στον Ωρωπό. Όπως γράφει ο Λόιντ (ένας από τους ομήρους) στο ημερολόγιό του, εκεί έκαναν αμέσως «επίσκεψιν εις τον δήμαρχον και οικία του Παπαρηγόπουλου. Καφές και ρακί, φιλική συνάντησις. Ο δήμαρχος πρόκειται να υπάγει εις Αθήνας να διαπραγματευθεί.».

Την ίδια μέρα ο Δήμαρχος Ωρωπού Γ. Οικονομίδης φθάνει στην Αθήνα (11:00 π.μ.) και μεταφέρει στην κυβέρνηση το μήνυμα του Τάκου Αρβανιτάκη, για διορισμό εξουσιοδοτημένου διαπραγματευτή. Το απόγευμα η συμμορία κινείται χαμηλότερα και επιτάσσει τρία νέα σπίτια του Ωρωπού μεταξύ αυτών και το σπίτι του Παναγή Σκουρτανιώτη, παρέδρου τότε στη δημογεροντία του χωριού.

 

Για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, απεστάλη ο αντισυνταγματάρχης Κ. Βασίλειος Θεαγένης, επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος που καταδίωκε τους ληστές. Σύμφωνα με την εφημερίδα Αιών, ο Θεαγένης ήταν υπασπιστής του στρατηγού Τσουρτς, άνθρωπος σοβαρός, και είχε την προσδοκία να εισακουσθεί από τους ληστές καθώς με κάποιους  από αυτούς είχε γίνει κουμπάρος, εννοείται πριν αρχίσουν τον ληστρικό τους βίο.

Τη Μ. Τρίτη 7 Απριλίου, φθάνει με καϊκι στη Σκάλα από τη Χαλκίδα ο τσιφλικάς Φρανκ Νόελ με τον ιπποκόμο του Παν. Ζυγούρη και τον αδελφό των Αρβανιτάκηδων, Γιώργο Γιάννου Αρβανιτάκη. Ο Γιώργος Αρβανιτάκης πηγαίνει στον Ωρωπό (χωριό) για να πείσει τον Τάκο να απελευθερώσει τους ομήρους. Ο Χρήστος Αρβανιτάκης στη συνέχεια πηγαίνει στη Σκάλα για να φέρει και τον Νόελ.  Τη Μ. Τετάρτη, ο Τάκος, ο Χρήστος, ο Νόελ και ο Θεαγένης, που μόλις έχει φτάσει, αρχίζουν στο σπίτι του Σκουρτανιώτη νέα διαπραγμάτευση. Ο Τάκος επιμένει στους όρους του στηριζόμενος στη συγγένεια του Μάνκαστερ με τη Βασίλισσα. Οι συζητήσεις βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Συγχρόνως, στρατιωτικές δυνάμεις από τη Χαλκίδα, τη Λοκρίδα, τη Θήβα και την Αθήνα διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στην περιοχή ώστε να τους περικυκλώσουν. Το πρωί της Μ. Πέμπτης 9 Απριλίου, ο Τάκος βλέπει στον Ευβοϊκό την κανονιοφόρο «Αφρόεσσα» που εκτελεί περιπολία. Ανησυχεί. Πληροφορεί τον Νόελ πως θα μετακινηθεί προς το Συκάμινο. Η Μεγάλη Πέμπτη όμως, ήταν η τελευταία προθεσμία που η κυβέρνηση είχε ορίσει για την απελευθέρωση των τεσσάρων απομεινάντνων ομήρων. Οι υπόλοιποι είχαν σταδιακά απελευθερωθεί.

Ταυτόχρονα, ο αντισυνταγματάρχης Θεαγένης μεταβαίνει στο Σάλεσι (Αυλώνα) για να συνεννοηθεί με τους  λοχαγούς του αποσπάσματος. Όμως, εν τω μεταξύ, οι ληστές στις 2.00 μμ. αποχωρούν από τον Ωρωπό. Ο Θεαγένης διατάζει τους λοχαγούς να φυλάξουν τα περάσματα του Συκαμίνου και ο ίδιος συνέχισε προς τον Ωρωπό.

Οι ληστές κατευθύνονται προς το Συκάμινο μέσα από τις πλαγιές των λόφων και τις ενδιάμεσες «λάκες». Χωρίζονται σε δύο ομάδες: Η μία ήταν η ακροβολημένη εμπροσθοφυλακή και η άλλη η συνοδεία των ομήρων. Φθάνουν στο Συκάμινο γύρω στις 4:00 μ.μ και καταλύουν στο σπίτι του προεστού Τζεβελέκου (στο σημείο 34΄26΄΄ του βίντεο: https://archive.ert.gr/26682/ ). Μισή ώρα περίπου μετά την άφιξή τους, τα καραούλια (σκοποί) των ληστών βλέπουν στρατιώτες να πλησιάζουν από τους γύρω λόφους και τον Ασωπό.

Αμέσως η συμμορία φεύγει προς το Δήλεσι μέσα από τους πευκόφυτους λόφους παίρνοντας μαζί και 13 Συκαμιναίους ομήρους για προκάλυμμα. Η κίνηση γίνεται πάλι σε δύο ομάδες. Ο Τάκος πήρε μαζί τους Βάινερ και Ντε Μπόυλ και ο Χρήστος τους Χέρμπερτ και Λόιντ.

Οι Συκαμιναίοι χωρικοί κατορθώνουν να δραπετεύσουν, ενώ οι τέσσερις ξένοι όμηροι, εξαντλημένοι από την κούραση, δυσκολεύονται να προχωρήσουν. Το απόσπασμα του Θεαγένη πλησιάζει και επιτίθεται στους ληστές οι οποίοι ανταποδίδουν. Τότε δύο ληστές, ο Γερογιάννης και ο Καταραχιάς, τραβούν τα γιαταγάνια τους και κατασφάζουν τον Χέρμπερτ.

Το θέαμα εξοργίζει τους χωροφύλακες οι οποίοι εξαπολύουν λυσσαλέα επίθεση με καταιγισμό πυρών. Από τις σφαίρες πέφτει νεκρός ο Χρήστος Αρβανιτάκης. Τότε οι ληστές της ομάδας του, κατασφάζουν και τον Λόιντ. Το πτώμα του βρέθηκε 500 μέτρα μακριά από του Χέρμπερτ. Ο Τάκος Αρβανιτάκης αλλάζει πορεία και με την ομάδα του και τους δύο ομήρους κατευθύνεται προς το Σχηματάρι. Έχουν απομείνει 7 ληστές. Τέσσερις έχουν πιαστεί αιχμάλωτοι και 7 έχουν σκοτωθεί. Οι επιζώντες με τον Τάκο ληστές, αφού σκοτώνουν πυροβολώντας εκ των όπισθεν τους Βάινερ και Ντε Μπόιλ, διαλύονται και χάνονται στους πευκόφυτους λόφους του Σχηματαρίου. Ξημέρωνε η Μεγάλη Παρασκευή. Η καταδίωξη είχε σταματήσει τη νύχτα λόγω του σκότους.

Απολογισμός της μάχης: Νεκροί οι 4 όμηροι. Νεκροί 7 ληστές, αιχμάλωτοι 5. Οι διαφυγόντες 10 ληστές και ο Τάκος Αρβανιτάκης κατέφυγαν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Κάποιοι από αυτούς σκοτώθηκαν το 1871, ενώ το 1873 σκοτώθηκε ο Τάκος κοντά στο χωριό Λακρέσι Θεσσαλίας. Στις εφημερίδες της 15ης Απριλίου 1870 δημοσιεύεται ο αναλυτικός κατάλογος των απωλειών της μάχης στο Δήλεσι:

Νεκροί:

1.    Χρήστος Αρβανιτάκης

2.    Σωτήριος Ζώμας

3.    Ιωάννης Φερμάνης ή Τζιτζιλώνης

4.    Ηλίας Σταθάκης ή Μπούρτσης

5.    Γεώργιος Καταραχιάς

6.    Γερογιάννης ή Χορμόβας

7.    Δημήτριος Τσιακανίκας ή Μπέτης

Συλληφθέντες:

1.    Αλέξης Χορμόβας Χειμαρ(γ)ιώτης

2.    Φώτης Ευστ. Οικονόμου ή Μιντσίθρας

3.    Γεώργιος Τσακανής

4.    Περικλής Λιώρης

5.    Κωνσταντίνος Αγραφιώτης ή Μοναχός

Σκοτώθηκαν δέκα στρατιώτες.

Το τραγικό εκείνο τριήμερο 10-13 Απριλίου 1870 κλείνει με τη μεταφορά και την έκθεση σε κοινή θέα, στο Πεδίον του Άρεως, των κεφαλών των ληστών, μπηγμένων σε κοντάρια (κατά τη συνήθεια της εποχής).

Ο φόνος των τεσσάρων περιηγητών από τη συμμορία του Αρβανιτάκη δημιούργησε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Ο υπουργός Εσωτερικών Ανδρέας Αυγερινός αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 9 Ιουλίου 1870 και το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλλοντας σε κάθε μία από 22.000 λίρες, να αποδώσει τιμές στους νεκρούς και να εκφράσει επίσημα τη λύπη της στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας. Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση Ζαΐμη παραιτήθηκε.

Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς όπως «φωλεά ληστών και πειρατών». Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα «τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα».

Στη δίκη των ληστών που συνελήφθησαν, από τις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων «φωτογραφήθηκε» σαν ένας από τους εγκεφάλους της απαγωγής ο Άγγλος τσιφλικάς Φρανκ Νόελ, ο οποίος και παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα. Όπως αποδείχθηκε, συχνά ο Νόελ προσέφερε καταφύγιο στα απέραντα τσιφλίκια του σε συμμορίες ληστών, όταν η πίεση των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γινόταν ανυπόφορη. Ωστόσο,η ανοχή που έδειχνε ίσως να ήταν αποτέλεσμα φόβου για τους λήσταρχους.

Για σχέσεις με τους ληστές κατηγορήθηκε και ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος, για να υπερασπιστεί την τιμή του κάλεσε σε μονομαχία και τραυμάτισε σοβαρά τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο. Ο Σούτσος ήταν μεγαλοτσιφλικάς (υπολογίζεται ότι είχε πάνω από 200.000 στρέμματα σε Αττική, Βοιωτία και Εύβοια), γι'αυτό και χρησιμοποιούσε τους ληστές για να προστατεύουν τις εκτάσεις του. Ανεξάρτητα από το εάν πράγματι ο Σούτσος είχε σχέσεις με τους Αρβανιτάκηδες, γεγονός είναι πως πολλοί πολιτικοί της εποχής χρησιμοποιούσαν συμμορίες ληστών και τοκογλύφων, για να πιέζουν τους ψηφοφόρους τους.

Σύμφωνα με τον Ι. Γκικάκη, η Σφαγή στο Δήλεσι είχε επώδυνες συνέπειες και για τον Ωρωπό: Το αγαπημένο χωριό του Παλατιού και των ξένων ευγενών και φιλελλήνων ιστορικών έπαψε να είναι τόπος επισκέψεων και «προσκυνήματος» για πολλά χρόνια. Πρέπει να θεωρήθηκε, η παθητική και φοβισμένη στάση των Ωρωπιωτών, σαν συμπαράσταση προς τους ληστές. Ο Δήμαρχος Γ. Οικονομίδης, παρά τις καλές σχέσεις  με το Παλάτι, έπεσε σε δυσμένεια. Και το 1871, με κυβερνητική εντολή, μεταφέρεται η έδρα του Δήμου Ωρωπίων στη Σκάλα, παρά το γεγονός ότι η Σκάλα υπολειπόταν πολύ σε πληθυσμό από το χωριό του Ωρωπού. Ο Ωρωπός αριθμούσε περίπου 250 κατοίκους έναντι περίπου 70 της Σκάλας.

Μέσα σε αυτή την έντονα οξυμένη ατμόσφαιρα, όπου η εσωτερική διαμάχη είχε φτάσει στο κατακόρυφο και το θέμα της σφαγής του Ωρωπού είχε πλέον διεθνοποιηθεί, έγινε η εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο ληστών της συμμορίας Αρβανιτάκη. Ο Άρειος Πάγος είχε απορρίψει στις 4 Ιουνίου την αναίρεσή τους και στις 7.00 π.μ. της Δευτέρας 8 Ιουνίου έγινε η εκτέλεση των καταδίκων στο πεδίο του Άρεως με τη λαιμητόμο, το συνηθισμένο τότε μέσο εκτελέσεως των θανατικών αποφάσεων.

Το ρεπορτάζ του «Αιώνος» αναφέρει:

« Σήμερον, την πρωίαν, ακριβώς την ώραν 7, εξετελέσθη εν τω πεδίω του Άρεως η θανατική ποινή των πέντε εκ των 7 εις θάνατον καταδικασθέντων την 9 Μαϊου ληστών εκ της συμμορίας των Αρβανιταίων... Στρατός εις δύο στίχους περιεκύκλου τον τόπον της εκτελέσεως, πληθύς δε άπειρος λαού κατεκάλυπτε τον μέγαν λόφον μέχρι κορυφής και πάντα τον πέριξ χώρον... Μετά πέντε λεπτά μόλις από της ελεύσεως των δημίων εισήλθεν εντός του κύκλου της εκτελέσεως πρώτη άμαξα, αφ’ ής κατεβιβάσθη ο Κωνσαντίνος Μοναχός, δεδεμένος τας χείρας... Άμα οι δήμιοι τον επλησίασαν τοίς είπε μόνον «Μή μέ παιδέψετε». Αφού δε εδέθη και έμελλε να κλίνη η σανίς, όπως η κεφαλή του τεθή υπό τον πέλεκυν, στραφείς πρός τό πλήθος είπε: «Συχωρέστε με, συχωρέστε με, ο Θεός να με συχωρέση». Ουδεμία απάντησις, ως συνήθως, εδόθη εκ του πλήθους. Μετά δύο δευτερόλεπτα ο δούπος του πελέκεως ανήγγειλεν, ότι ο νόμος εξετελέσθην. Μετά τον Μοναχόν, τηρηθέντων των αυτών τύπων, απεκεφαλίσθησαν κατά την επομένην τάξιν οι Αλέξιος Χορμοβίτης, Νάσιος Κατσώνης, Καλομοίρης και Φώτιος Οικονόμου. Άπαντες ετήρησαν άκαμπτον το ήθος και εζήτησαν την συγχώρησιν. Αλλ’ η σιωπή ή ανάθεμα ηκούσθη εις απάντησιν εκ του πλήθους. Εντός τεσσάρων λεπτών μόλοις αι κεφαλαί των πέντε ληστών ήσαν αποκεκομμέναι...».


Η Πορεία των Ληστών


Πηγές:

Αρχείο Ντοκυμαντέρ της ΕΡΤ: Η Σφαγή στο Δήλεσι: https://archive.ert.gr/26682/

Βουρνάς, Τ., ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ. Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΔΗΛΕΣΙ. Αγγλοκρατία και Ληστοκρατία, εκδ. Φυτράκης.

Βικιπαίδεια, Σφαγή του Δηλεσιού:  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%94%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%8D

Γκικάκης, Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού, Ωρωπός.




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου