Κυριακή 5 Μαΐου 2024

«Τ’ Άη-Γιωργιού τη βραδινή» : Ολόκληρο το τραγούδι και η ιστορία του

 


Γιορτάζουν και φέτος τα Νέα Παλάτια συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση από τα παλιά Παλάτια του Μαρμαρά όπου ο χορός του Αη-Γιωργιού γινόταν στη μεγάλη πλατεία του χωριού κάτω από τον πλάτανο της παραλίας, με πάνδημη συμμετοχή.

Όπως αναφέρει ο Θ. Κοντάρας (2016, 2021), το τραγούδι του Αη-Γιωργιού είναι γεμάτο παραμυθιακά, εξωλογικά και μυθολογικά στοιχεία αρχαίας προελεύσεως, αριστοτεχνικά συνδυασμένα με την θαυματουργική επέμβαση ενός από τους πιο δημοφιλείς αγίους των Ελλήνων.Σχετίζεται με παλαιότατους ειδωλολατρικούς θρύλους και δοξασίες περί δράκου που τρώει ανθρώπους (ανθρωποθυσία), ως αντάλλαγμα για την αποστολή νερού σε κάποιο τόπο και την αποφυγή της παντελούς λειψυδρίας (του δράκου το νεροκράτημα). Τα υποψήφια θύματα επιλέγονται με κλήρο, που κάποτε πέφτει στην κόρη του βασιλιά. Εδώ εμφανίζεται ο λυτρωτής Άγιος, σκοτώνει το θεριό και λευτερώνει θριαμβευτικά βασιλοπούλα και νερό, χωρίς αντάλλαγμα. Το μόνο χάρισμα που απαιτεί είναι η κτίση μιας εκκλησιάς αφιερωμένης στη χάρη του.

Στο νησί του Μαρμαρά έχουν διαπιστωθεί από τον κ. Κοντάρα τέσσερις παραλλαγές του τραγουδιού από τα Παλάτια (η πληρέστερη), το Πραστειό, την Αφθόνη και τη Γαλλιμή. Άλλη μια έχει καταγραφεί από το κοντινό Πασαλιμάνι κι αναμφίβολα δεκάδες είναι οι παραλλαγές που έχουν καταγραφεί από τα χίλια δυο ελληνικά μέρη των ακτών της Προποντίδας, θρακικών και μικρασιατικών, όπου λατρεύτηκε ο Άγιος Γεώργιος με ιδιαίτερες τιμές.

Στη μακροσκελή παραλλαγή (93 ή 99 στίχοι) από τα Παλάτια του Μαρμαρά γίνεται συμφυρμός τριών διαφορετικών δημοτικών τραγουδιών. Το πρώτο άσμα αναφέρεται στη βασιλοπούλα και το γιο του ρήγα, μια παραλογή γνωστή σε πάμπολλα νησιωτικά ελληνικά μέρη από τον καιρό της Φραγκοκρατίας. Η κοπέλα (βασιλοπούλα ή σουλτάνα) αρματώνει ένα εξαιρετικά καλοφτιαγμένο καράβι, το εξοπλίζει με διαλεχτούς ναύτες και βγαίνει να σιργιανίσει τη θάλασσα. Όμως ένα βασιλόπουλο (του ρήγα ο γιος) την κυνηγά, και για να πάρει ένα φιλί της, της χαρίζει την καλύτερη φρεγάδα του. Η κόρη αρνείται κι εκείνος προτείνει να βγουν «έξω στη στεριά κι όποιος νικήσει, ας πάρει».

Στην πρόταση αυτή, η «σουλτάνα» απαντά ότι στον τόπο της υπάρχει ένα φοβερό ανθρωποφάγο θεριό (στίχος 20) κι έτσι αρχίζει το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, αυτό που αναφέρεται λεπτομερώς στη δρακοντοκτονία. Το τραγούδι τελειώνει με εγκώμια, ευχές και παρακλήσεις προς τον πολυαγαπημένο Άγιο να δώσει υγεία, αφθονία και πλούτο σε άντρες και γυναίκες.

Το τρίτο μέρος προστέθηκε «για να μακρύνει ο χορός», σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών γυναικών γεννημένων στα Παλάτια γύρω στο 1900-1910, αφού «μπίτισε» (στίχος 82) το κυρίως τραγούδι τ’ Άη-Γιωργιού. Τούτο το τελευταίο τμήμα, γεμάτο λαϊκή ποιητική δύναμη και χάρη, αναφέρεται στις ικανότητες της καλύτερης τραγουδίστριας, που «θα κάψει» τους πάντες με τη γλυκιά φωνή και τ’ όμορφο τραγούδι της.

Το τραγούδι τελειώνει οριστικά πλέον με εγκώμια, ευχές και παρακλήσεις προς τον πολυαγαπημένο Άγιο της Προποντίδας και της Θράκης, να δώσει υγεία, αφθονία και πλούτο σε άντρες και γυναίκες.

Οι Ε. Βαλσαμής και Ν. Λαμπαδαρίδης, στο φυλλάδιο «Ο Άγιος Γεώργιος εν Προκοννήσω» (1939), γράφουν ότι «το τραγούδι του Αγίου Γεωργίου ελέγετο το απόγευμα, κατά την ημέραν της εορτής, άπαξ του έτους και μίαν έως δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου και υπό γυναικών. Είναι άσμα παλαιότατον, κληρονομηθέν εις ημάς άγνωστον από πού και πότε. Την ώραν του χορού ήτο ευκαιρία να γνωριστούν και να ζευγαρώσουν οι νέοι και αι νέαι.».

Όπως αναφέραμε, στα παλιά Παλάτια ο χορός γινόταν στη μεγάλη πλατεία κάτω από τον τεράστιο πλάτανο της παραλίας, με πάνδημη συμμετοχή. Ο παραλιακός δρόμος ήταν στρωμένος με μαρμαρόπλακες, ενώ, σύμφωνα με τον Θ. Ηλιάδη (2001) τον πλάτανο είχε φυτέψει «εις ενθύμησιν» στις 10 Μαρτίου του 1880 ο Γιαννάκης Καρατινινής.

Ο χορός τελείται και στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση των Παλατιανών προσφύγων στα Νέα Παλάτια Ωρωπού, στην πλατεία της εκκλησίας του Άη-Γιώργη, και έχει σχετικά πάνδημο χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Μ. Πολυχρόνη (2006), ο ναός του Αη-Γιώργη ήταν ο χώρος που βοηθούσε τα παιδιά στα δύσκολα χρόνια πριν το 1950 να ταξιδέψουν νοερά μέσα από τις εικόνες τους και τις αφηγήσεις παλιών ανθρώπων του χωριού που είχαν γεννηθεί μετά το 1870 και ακόμη ζούσαν. Για παράδειγμα ο Επιτάφιος, με εκείνα τα «παράξενα» γράμματα (ρώσικα) που έλεγαν ότι ήταν φερμένος από το Χατζηλαζαρή από τα Ιερολόλυμα για την Εκκλησία της Παναγίας στα Παλαιά Παλάτια. Ή η εικόνα του Αη-Γιώργη – φερμένη από το παλιό χωριό – να   σκοτώνει τον δράκο και να «δένει» στα μυαλά των παιδιών με το ομώνυμο τραγούδι ανήμερα της γιορτής του.

Σύμφωνα με την έρευνα του Θ. Κοντάρα (2016,2021), το τραγούδι τ’ Άη-Γιωργιού το τραγουδούσαν πάντοτε χωρίς όργανα και παλιότερα το έλεγαν διπλό. Δηλαδή το άρχιζαν λίγες καλλίφωνες γυναίκες που ήξεραν πολύ καλά τα λόγια και το χαβά (το σκοπό), πιασμένες στον κάβο και στην ουρά (στην αρχή και στο τέλος) του χορού. Κατόπιν το παίρνανε καταπόδι (επαναλάμβαναν τον ίδιο στίχο) όλες οι συμμετέχουσες στον κύκλο του χορού, καθώς χόρευαν. Η διάρκειά του αγγίζει περίπου τη μια ώρα και ίσως είναι το μακροσκελέστερο ελληνικό τραγούδι που άδεται ζωντανά σχεδόν ως τις μέρες μας. Σήμερα όμως τραγουδιέται μονό κι όχι διπλό, χάριν συντομίας, συχνά ηχογραφημένο κι όχι διά ζώσης, και διαρκεί περίπου 20-25 λεπτά.

Το απόγευμα της γιορτής τ’ Άη-Γιωργιού, στο μέσο της πλατείας, τοποθετούν σε καταστόλιστο εικονοστάσι την εικόνα του Αγίου, που είναι φερμένη από την ομώνυμη εκκλησιά των Παλατιών της Προκοννήσου, και ολόγυρα αρχίζουν να χορεύουν όλοι το τραγούδι τ’ Άη-Γιωργιού. Παλιότερα το χορό έσερναν οι γέροι, οι τζορμπατζήδες (προεστοί) και, καμιά φορά, κι οι παπάδες του χωριού. «Μπρουστά πάγαιναν νοικοκεροί» που συνήθως άλλαζαν κάθε λίγο. Κάθε Παλατιανός, άντρας ή γυναίκα, νέος, γέρος ή παιδί, χόρευε έστω και λίγα βήματα του χορού, «για το καλό» και «για τ’ Αγιού την ευλογία».

Ο χορός χορεύεται «περπατητά, καταποδιαστά», είναι αργός, βαρύς συρτός, ιεροτελεστικός θα λέγαμε, του τύπου «στα τρία», δηλαδή με τέσσερα βήματα προς τα δεξιά και δύο προς τα αριστερά, χωρίς ιδιαίτερα τσακίσματα του ποδιού ή του σώματος. Οι χορευτές κρατιούνται κανονικά, με τα χέρια στο ύψος του στήθους, και πάντοτε κρατούν μαντήλι μεταξύ τους, δεν πιάνονται από τις παλάμες. Παρόμοιοι είναι πολλοί συρτοί χοροί των Ελλήνων της Προποντίδας, που τα τραγούδια τους έχουν θέμα παλιό, όπως παραλογές, ακριτικά κλπ.

Μόλις τελειώσει το άσμα τ’ Άη-Γιωργιού, οι χορευτές συνεχίζουν τον χορό με διάφορα άλλα τραγούδια και χορούς από το τοπικό ρεπερτόριο των Παλατιών, κυρίως συρτά και χασάπικα.

Οι στίχοι ολόκληρου το τραγουδιού όπως αναφέρονται στα βιβλία του Ηλιάδη (2001) και Κοντάρα (2021) είναι οι παρακάτω:

Τ’ Άη-Γιωργιού ντη βραδινή, τ’ Άη-Γιωργιού το βράδυ,

βασιλοπούλα αρμάτωνε ολόχρυση φεργάδα.*

Βάζει πανιά μεταξωτά και ξάρτια μπιρσιμένια,*

βάζει τιμόνι μάλαμα και τα κουπιά ασημένια,

                     βάζει και τα ναυτόπουλα κι εκείνα διαλεγμένα                    5

(και γκεμιτζάκια* διαλεχτά απ’ το σκολειό βγαλμένα.)

Του ρήγα* ο γιος σαν το ‘μαθε, φεργάδες αρματώνει

και μέσα στ’ αρτζιπέλαγο πάγει, ντην κοντοσώνει.

– Σουλτάνα, μάινα τα πανιά, σουλτάνα, ρίχ’ τα κάτου,

                          σουλτάνα, δώσ’ μου ένα φιλί και πάρε μια φεργάδα.                    10

Θέλεις ντη χρυσοπράσινη, θέλεις ντην ξογαλάζια,*

θέλεις ντην ξοκινίκατη* που ‘μ’ απατός μου* μέσα;

– Φρόνιμο σ’ είχα, ρήγα γιε, μ’ άσκημα συντυχαίνεις*

και μέσα στ’ αρτζιπέλαγο σαν τι φιλί γυρεύεις;

                     – Ας έπεφτα στη θάλασσα κι ας έπλεχα στο κύμα                    15

κι ας έπαιρνα ένα φιλί κι ας είχα ‘γώ το κρίμα!

– Εγώ δεν είμαι Κιώτισσα* να δώσω το φιλί μου,

για μια παλιοφεργάδα σου να χάσω ντην τιμή μου!

– Ας έβγουμ’ έξω στη στεριά κι όποιος νικήσ’, ας πάρει.

                      – Θεριό ‘χουμε στον τόπο μας σ’ ένα βαθύ πηγάδι                    20

κι ανθρώπους το ταΐζουνε κάθε πρωί και βράδυ.

Μια μέρ’ αν δεν το δώσουνε άνθρωπο να δειπνήσει,

σταλιά νερό δεν άφηνε η χώρα να δροσίσει.

         – Ας ρίξουμε τα μπουλετιά*, να διούμ’ σε ποιον θα πέσει,

                           να στείλει το παιδάκι του στου λιονταριού πεσκέσι*.                    25

Τα μπουλετιά επέσανε σε μια βασιλοπούλα,

όπου ντην είχε ο βασιλιάς μονάχη ωραιοπούλα.

Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, αυτόν ντον λόγο είπε:

– Ούλο το βιος μου πάρτε το, μα το παιδί μου αφήστε!

                         Πολύς λαός συνάχτηκε, πάγει στο βασιλέα.                    30

– Γιά* δώσ’ μας το παιδάκι σου γιά παίρνουμε και σένα!

– Πάρτε το και στολίστε το μ’ ατίμητα πετράδια,

μ’ ατίμητα, μ’ ολόχρυσα και με μαργαριτάρια.

Αλλάχτε το παιδάκι μου και κάντε το σα νύφη

                         και στείλτε το στο λιονταρή πεσκέσι να δειπνήσει.                    35

Πολύς λαός συνάχτηκε και ντήνε πάει στη βρύση,

δεν το ‘λπιζε η βαριόμοιρη πως θα ξαναγυρίσει.

Πήγαν και ντην αφήσανε κοντά εις το πηγάδι,

όντες* θα έβγει το θεριό, να κάτσει να ντην φάγει.

                           Άη-Γιωργής, σαν τ’ άκουσε, τρέχει να ντη γλυτώσει                    40

κι απ’ ντον κακό της θάνατο να ντήνε λευτερώσει.

Εκεί όπου καθούντανε μονάχη, μοναχούλα,

ίδρος την περεχιούντανε σα σιγανή βροχούλα.

Γυρίζει, βλέπει πίσω της, θωρεί έναν καβαλάρη,

                        αρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.                    45

(Απέ μακράν ντόνε θωρεί και κάθεται και κλαίει.)

– Φύγε, ξενάκι μ’, απ’ εδώ να μη σε φάει και σένα

αυτό το άγριο θεριόν, όπου θα φάει και μένα!

– Λιγάκι θε’ να κοιμηθώ εδώ κοντά στη βρύση

                          κι όντες θα έβγει το θεριό, ευθύς να με ξυπνήσεις.                    50

– Αυτά τα λες, ξενάκι μου, να με παρηγορήσεις

κι όντες θα έβγει το θεριό, θα φύγεις να μ’ αφήσεις!

Ντην ώρα που κοιμούντανε, βλέπ’ ένα περιστέρι

και βάσταε τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι

                           κι απάνου έγραφ’ ο σταυρός «Βέβαιος Άη-Γιώργης.»                    55

Όντες έβγαινε το θεριό, τα όρη συχνοτρέμαν

κι η κόρη απέ ντο φόβο της φώναξε «Άη-Γιώργη,

σήκω και σκότω’ το θεριό, που μ’ είπες ‘’μη φοβάσαι!’’»

(Ο Άγιος σαν τ’ άκουσε, πολύ ντον βαρυοφάνη.)

                    – Κόρη μ’, πού το βρες τ’ όνομα και πού το αμφιβάλλεις;*              60

– Ντην ώρα που κοιμούσουνα, ήρτ’ ένα περιστέρι

και βάσταε τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι

κι απάνου έγραφ’ ο σταυρός «Βέβαιος Άη-Γιώργης.»

Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει ντο σταυρό του,

                         μια κονταριά το έδωσε κι έκοψε ντο λαιμό του.                    65

Χρυσή κορδέλα έκοψε και τα μαλλιά της δένει.

Να δεις χαρά που έγινε στη γη, ντην οικουμένη!

Τρεις μέρες εχυνούντανε το αίμα με ντην γκίνη*,

χαρά μεγάλη έγινε μέσα στη χώρα εκείνη!

                            Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, στέλνει, ντόνε φωνάζει.                    70

– Χαίρου σε, νέε, χαίρου σε, χαίρου σε το παιδί μου,

χαίρου και ντην κορώνα μου που έχ’ η κεφαλή μου.

– Χαίρου σε, βασιλέα μου, χαίρου σε το παιδί σου,

χαίρου και ντην κορώνα σου που έχ’ η κεφαλή σου.

                     – Για πες με το, στρατιώτη μου, πώς λένε τ’ όνομά σου,                    75

να σε χαρίσω χάρισμα και να ‘ναι τσ’ αφεντιάς σου.

– Γιώργης στρατιώτης λέγουμαι απ’ ντην Καππαδοκία.

Θέλεις να κάνεις χάρισμα, κάνε μιαν εκκλησία

και βάλε και ζουγράφισε Χριστό και Παναγία.

                         Αριστερά της εκκλησιάς κάν’ έναν καβαλάρη,                    80

αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.

Και το τραγούδι μπίτισε* και διείτε νά ‘βρετ’ άλλο.

Γιά* πείτε το γιά θα το πω γι’ αρχεύω και το λέω

κι ανίσ’ κι αρχέψω να το πω, πολλές καρδιές θα κάψω.

                          Θα κάψω νιους, θα κάψω νιες, θα κάψω παλικάρια,                    85

θα κάψω ναύτες στο κουπί, ραφτάδες στο βελόνι,

θα κάψω και ντους μαραγκούς που φτιάχνουν τα καράβια,

που ξενιτεύουν τα παιδιά, τα ‘μορφα παλικάρια.

(Θα κάψω και ντους μαραγκούς που φτιάχνουν τα καΐκια,

                         που ταξιδεύουν τα παιδιά και κλαίγουν τα κορίτσια.)                    90

Θα κάψω και ντους χρυσοχούς που κάνουν τα βραχιόλια,

που τα φορούν οι κοπελιές στα χέρια τους τα χιόνια.

Άγιε μου Γιώργη, αφέντη μου κι όμορφε καβαλάρη,

αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,

                          ούλων υγειά μας και χαρά και φέτο και ντου χρόνου!                    95

Δώσε τσι γριπαροί κολιοί και τα ναυτάκια κιάρι*,

σε μας τσι καλορίζικες οκάδες το μετάξι!

(Άγιε μου Γιώργη, πόβγαλες το ρόδο απέ τ’ αγκάθι,

εσύ ντήνε πρωτόβγαλες στον κόσμο ντην αγάπη!)

 

 

·       Φεργάδα: φρεγάτα, ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο (ιταλ.).

·       Μπιρσιμένιος: φτιαγμένος από μπιρσίμι, στριμμένο μεταξωτό κορδόνι (τουρκ.).

·       Γκεμιτζάκι, γεμιτζάκι: ναυτάκι (τουρκ.).

·       Ρήγας: βασιλιάς (λατιν. rex).

·       Ξογαλάζια: χρυσογάλανη.

·       Ξοκινίκατη: χρυσοκόκκινη.

·       Απατός μου: εγώ ο ίδιος, ο εαυτός μου.

·       Συντυχαίνω: απαντώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω.

·       Κιώτισσα ή Χιώτισσα: γυναίκα από την Κίο της Προποντίδας ή την Χίο, εδώ εννοεί την «ελευθέρων ηθών», «εύκολη».

·       Μπουλετί, μπουλετής: κλήρος, λαχνός (λατιν.).

·       Πεσκέσι: δώρο, προσφορά, χάρισμα (τουρκ.).

·       Γιά: διαζευκτικό ή (τουρκ.).

·       Όντες: όταν.

·       Αμφιβάλλω: βάζω στο νου, συλλογίζομαι, αναφέρω, μνημονεύω (συμφυρμός, αντί του σωστού ανθιβάλλω, αναθιβάλλω, αθιβάλλω, βυζ.).

·       Γκίνη, κίνη: υδρορρόη, γούρνα βρύσης (τουρκ.;;;).

·       Μπιτίζω: τελειώνω, σώνομαι (τουρκ.).

·       Ανίσ’: αν ίσως, αν τυχόν.

·       Γριπαροί: ναύτες του γρίπου, ψαράδες.

·       Κιάρι: κέρδος, έσοδα, εισόδημα (τουρκ.).

 

Πηγές:

Ηλιάδης, Θ. (2001), Προκόνησος-Παλάτια-Νέα Παλάτια, Κοινότητα Νέων Παλατίων.

Κοντάρας Θ. (2021), Τραγούδια από τα Παλάτια του Μαρμαρά της Μικράς Ασίας, εκδ. Λυκείου Ελληνίδων.

Κοντάρας Θ. (2016), Το τραγούδι τ’ Άη-Γιωργιού από τα Παλάτια του Μαρμαρά: https://mikrasiatis.com/to-tragoudi-t-ai-giorgiou/

Πολυχρόνης, Μ. (2006), Αριστέας ο εκ των Παλατίων, αυτοέκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου