Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Τα τσιφλίκια της Αττικής και του Ωρωπού: Ιστορική εξέλιξη

 


Η μεγάλη γαιοκτησία, είτε υπό μορφή τσιφλικιών είτε υπό μορφή μοναστηριακών κτημάτων, επικράτησε στην Αττική και μάλιστα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, με εξαίρεση ένα σημαντικό τμήμα των Μεσογείων όπου ίσχυσε μία μορφή συνιδιοκτησίας μεταξύ των κατοίκων σε αρκετά χωριά της περιοχής.

Στην εποχή της Τουρκοκρατίας, η περιοχή του Ωρωπού χωρίστηκε σε δύο τσιφλίκια: Του Συκαμίνου (ή του Σάλεσι-Αυλώνα, σύμφωνα με άλλους ερευνητές) και του Ωρωπού, τα οποία περιλαμβάνουν τη μεγαλύτερη σημερινή έκταση του  Δήμου Ωρωπού. 

Αρχικά, οι ιδιοκτήτες των τσιφλικιών ήταν μουσουλμάνοι οι οποίοι επέβλεπαν τη διαχείριση και την καλλιέργεια της γης, λειτουργούσαν ως φορολογικοί εισπράκτορες που αποταμίευαν τους φόρους και παραχωρούσαν το ανάλογο ποσοστό στον Σουλτάνο, και τέλος, ήταν οι τοπικοί υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης. Κρατούσαν για τους εαυτούς τους ένα μέρος των κτημάτων, το has çiftlik (ιδιωτικό κτήμα) και το υπόλοιπο το διαμοίραζαν στους χωρικούς. 

Μετά τις μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γνωστές ως Τανζιμάτ (1839 – 1879), επιτρεπόταν στον καθένα να αγοράσει μεγάλα τσιφλίκια και έτσι ενισχύθηκε η συγκέντρωση των γαιών προς όφελος των οικονομικά ευρωστότερων. Ένα τσιφλίκι υπολογίζεται γύρω στα 25 με 50 εκτάρια (1 εκτάριο = 10 στρέμματα).

Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δημιουργείται ο Δήμος Περαίας με έδρα τον Κάλαμο. Εντάσσεται στην Επαρχία Αττικής του Νομού Αττικής και Βοιωτίας (Αττικοβοιωτία), όπως αυτός δημιουργήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 3ης Απριλίου 1833 (οι άλλες τέσσερις ήταν η Επ. Μεγαρίδος, η Επ. Αιγίνης, η Επ. Θηβών και η Επ. Λεβαδείας).Το 1843 η έδρα του μεταφέρεται στον Ωρωπό καλύπτοντας την ίδια περίπου έκταση με τον σημερινό Δήμο Ωρωπού αφού περιλαμβάνει τα χωριά Σάλεσι, Κάλαμος, Άγιοι Απόστολοι, Μαλακάσα, Μπούγα, Μαρκόπουλο, Μήλεσι, Συκάμινο, Χαλκούτσι, Ωρωπός, Σκάλα. Το 1871 το όνομα του Δήμου αλλάζει σε Δήμο Ωρωπίων.

Παράλληλα,  με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως το 1832 όλες οι τουρκικές ιδιοκτησίες που ανήκαν στον Σουλτάνο, σε τζαμιά και σε ιδιώτες οι οποίοι δεν τις διατήρησαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους χωρίς καμμιά αποζημίωση και αποτέλεσαν τις Εθνικές Γαίες. Εξαίρεση έγινε για τα τούρκικα κτήματα της Αττικής, της Φθιώτιδας και της Εύβοιας, τα οποία ενέμοντο οι Τούρκοι μέχρι και το τέλος της επανάστασης και τα οποία σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, πουλήθηκαν σε Έλληνες και ξένους κεφαλαιούχους για να περάσουν υπό ελληνική κυριαρχία.

Ενώ όμως στις περιοχές των Μεσογείων και αλλού στην Αττική οι κάτοικοι συγκέντρωσαν τα απαιτούμενα χρήματα και αγόρασαν τη γη των κοινοτήτων τους, στον Ωρωπό, που ήταν κατεστραμμένος από τους πολυετείς αγώνες, αυτό κατέστη αδύνατον. Έτσι, τα δυο τσιφλίκια, του Συκάμινου και του Ωρωπού, αγοράζονται από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο και στη συνέχεια το «Κτήμα Ωρωπού» - που περιλάμβανε τα χωριά Ωρωπό, Σκάλα Ωρωπού, Μαρκόπουλο, Μήλεσι, Χαλκούτσι - πωλείται διαδοχικά στους Τούρκους Χαλίλ Ακίφ και Μεχμέτ μπέη, στους Ι. Λιαπέρ και Κ. Μαρκόπουλο και, τελικά, στον Ανδρέα Συγγρό το 1875. Άλλα τμήματα της γης μεταβιβάζονται σε οικογένειες αγωνιστών.

Εν τω μεταξύ, ήδη από τη δεκαετία του 1840 ο αγροτικός κόσμος αλλά και διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, ζητούσαν την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και τη διανομή των Εθνικών Γαιών στους καλλιεργητές τους (ακτήμονες) αντί της κατοχής τους από το κράτος. Πίστευαν ότι έτσι όχι μόνο θα αυξάνονταν τα δημόσια έσοδα, αλλά κυρίως ότι θα αναπτύσσονταν η αγροτική παραγωγή και η οικονομία συνολικά με την άνοδο του προσωπικού ενδιαφέροντος των καλλιεργητών, με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και με την ένταξη της γης στην αγορά (όπως είχε γίνει στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με τη διανομή των Εθνικών Γαιών στους καλλιεργητές μέσω κλήρων).

Σε αυτό το σημείο επενέβη δραστικά υπέρ των χωρικών ο Αντώνιος Ζυγομαλάς (1854-1930), ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην επίλυση του μεγάλου αγροτικού προβλήματος της Βόρειας Αττικής αφού αγωνίστηκε για την παροχή κλήρων προς τους καλλιεργητές του Αυλώνα (Σάλεσι) από το τεράστιο τσιφλίκι που διατηρούσε εκεί ο Ανδρέας Συγγρός.

Όπως έγινε και στις περιπτώσεις του Ι. Παπαρρηγόπουλου και του Α. Συγγρού, τα περισσότερα από τα οθωμανικά κτήματα της Αττικής πωλήθηκαν σε Έλληνες και ξένους κεφαλαιούχους, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν ταυτόχρονα και ισχυρά πολιτικά πρόσωπα. Αυτοί οι μεγαλοκτηματίες – οι  οποίοι συχνά διέμεναν εκτός των ελληνικών συνόρων – επωφελούμενοι  από την ευνοϊκή συγκυρία τα αγόρασαν και στη συνέχεια αφού κατόρθωσαν να τους αναγνωριστεί σταδιακά και η κυριότητα επ' αυτών, προσπάθησαν να τα επεκτείνουν χάρη στην ασάφεια που επικρατούσε ως προς τα σύνορα και την έκτασή τους. Δεν είναι λίγες οι δίκες που έγιναν μεταξύ των τσιφλικούχων που μαρτυρούν αυτές τις επεκτατικές τάσεις και τις  προσπάθειες νέας οριοθέτησης  των συνόρων των τσιφλικιών. Πολλές επεκτάσεις μεγάλων ιδιοκτησιών έγιναν και σε βάρος δημόσιων γαιών και αυτός ο αγώνας εδαφικής κυριαρχίας συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και έως τις παραμονές της αγροτικής μετρρύθμισης.

 

Είτε επειδή τα τσιφλίκια είχαν περιορισμένες δυνατότητες εκσυγχρονισμού, είτε επειδή οι περισσότεροι τσφλικούχοι ήταν «εξ αποστάσεως» (ή «απουσιαστικοί» (absenteistes), όπως τους ονομάζει ο Κ. Τσουκαλάς), τα τσιφλίκια συχνά ενοικιάζονται σε τρίτους και λειτουργούν περισσότερο ως «επένδυση σε γη» παρά ως χώροι παραγωγής. Ο Τσουκαλάς αναφέρει επίσης ως κύριο πρόβλημα και το ότι οι ιδιοκτήτες αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξεύρεση και καθήλωση της εργατικής δύναμης. Το γεγονός αυτό είναι δυνατόν να αποτέλεσε και παράγοντα μακροπρόθεσμης αποθάρρυνσης των μεγαλογαιοκτημόνων ή επίδοξων μεγαλο- καλλιεργητών στην Παλαιά Ελλάδα, μιας αποθάρρυνσης που είναι δυνατόν να οδήγησε ακόμα και σε πώληση ορισμένων κτημάτων που ήταν δύσκολο να αξιοποιηθούν παραγωγικά. Την ίδια εποχή, στην περιοχή του Ωρωπού συναντούμε τσιφλικοχώρια που δεν ξεπερνούν κατά κανόνα τους 350 κατοίκους. Εξαίρεση αποτελούν το Σάλεσι, που αναπτύσσεται δυναμικά και ξεπερνά τους 1000  κατοίκους, το Μαρκόπουλο που φτάνει τους 624  κατοίκους, καθώς και τα Κιούρκα (Αφίδνες).

Το 1897 ο Ανδρέας Συγγρός κληροδοτεί στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο την έκταση στον Ωρωπό. Εκεί χτίζονται, το 1906, τα πρώτα κτήρια που λειτουργούν ως παράρτημα του Ορφανοτροφείου. Αρχικός στόχος ήταν το συγκρότημα να αποτελέσει νοσοκομείο για τα ορφανά κορίτσια και εκτός του βασικού κτίσματος ανεγέρθηκαν και άλλα κεραμοσκεπή κτήρια στον ίδιο χώρο, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες ή κατοικίες των εργαζομένων.

Το 1912 - και αφού έχει μεσολαβήσει το κίνημα του 1909 και η άνοδος του Ε. Βενιζέλου στην εξουσία - καταργείται ο Δήμος Ωρωπίων και δημιουργούνται χωριστές κοινότητες για κάθε χωριό. Το 1913, τα μεγάλα αγροκτήματα της Αττικής χαρακτηρίστηκαν όμοια με εκείνα της Θεσσαλίας, ως προς τις σχέσεις μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών και τονίστηκε η ανάγκη προσωρινής προστασίας των τελευταίων μέχρι τη λύση του αγροτικού ζητήματος. 

Έτσι, το 1917 άρχισαν οι απαλλοτριώσεις και το 1919 αυτές οι εκτάσεις είχαν απαλλοτριωθεί σε ποσοστό 18% περίπου (36.406 στρέμματα). Ωστόσο, μεγάλα τμήματα των κτημάτων αυτών που αφορούσαν δασικές εκτάσεις και βοσκοτόπια παρέμειναν στα χέρια των αρχικών μεγαλοκτηματιών.

Το 1927 με απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου γίνεται ο αναδασμός γαιών υπέρ ακλήρων και προσφύγων και η γη διανέμεται στους ακτήμονες. Η διανομή της γης έγινε με κλήρο. Κλήρο δικαιούταν οι ενήλικοι άνδρες γεωργοί, η Εκκλησία και το Σχολείο. Έτσι, η γη του Ωρωπού μοιράστηκε σε 64 κλήρους. Ο κάθε κλήρος περιελάμβανε 24 περίπου στρέμματα στον κάμπο, ενώ υπήρχαν και μικρότεροι κλήροι των 2-8 στρεμμάτων. Έτσι δημιουργήθηκε ένα αίσθημα αδικίας από τους κτηνοτρόφους οι οποίοι έλαβαν μόνο κλήρους των 4 στρεμμάτων γης.

Πηγές:

Γκικάκης Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού, Ωρωπός.

Μπουγιέση Μ. (2009), Ο χορός και το τραγούδι μέσα από τα κοινωνικά δρώμενα, στον Αυλώνα Αττικής, Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Νταλέγκρ, Ζ. (2006), Έλληνες και Οθωμανοί 1453-1923, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.

Ντοκιμαντέρ για τον Δήμο Ωρωπού: https://www.youtube.com/watch?v=nwJSeJu8FcE

Τούντα Φ. (1998), Γαιοκτησία, οικιστική επέκταση και αποδάσωση στην Αττική, Διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ.

Πατρώνης, Β. (2010), Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα: https://www.kathimerini.gr/politics/383037/to-agrotiko-zitima-stin-ellada/

Τσουκαλάς Κ., (1986), Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος. Θεμέλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου