Αρχαίοι και νεότεροι περιηγητές διασχίζοντας την περιοχή του Ωρωπού δίνουν πληροφορίες για τη μορφολογία του τόπου, τα ερείπια και τις επιγραφές που συνάντησαν καθώς και δημογραφικά στοιχεία. Οι σπουδαιότεροι αρχαίοι περιηγητές ήταν οι Ηρακλείδης, Παυσανίας και Στράβωνας, ενώ από τους νεότερους, που δίνουν περισσότερες πληροφορίες, ήταν οι Spon, Wheler και Leake.
Από
κείμενο του Ηρακλείδη μαθαίνουμε ότι υπήρχε μια διαδρομή που οδηγούσε από τις
Αφίδνες στο Αμφιάρειο: «Εντεύθεν εις Ώρωπόν διά Άφιδνών καί τού Άμφιαράου Διός
ίερού έλευθέρω βαδίζοντι σχεδόν ήμέρας πρόσαντα. άλλά των καταλύσεων πολυπληθία
τά πρός τόν βίον έχουσα άφθονα καί άναπαύσεις κωλύει κόπον έγγίγνεσθαι τοίς όδοιπορούσιν».
Στην
αρχαιότητα μπορούσε να φθάσει κανείς στο ιερό του Αμφιάραου και από εκεί στον
Ωρωπό και από το δρόμο του Ραμνούντα που ακολουθούσε παραλιακή χάραξη. Αυτή τη
διαδρομή περιγράφει και Στράβωνας: «μετά δε Μαραθώνα Τρικόρυνθος, είτα Ραμνούς,
[όπου] τό τής Νεμέσεως ιερόν, είτα Ψαφίς των Ώρωπίων· ένταύθα δέ πού καί τό
Αμφιαράειόν έστι τετιμημένον ποτέ μαντεΐον»11. Και σήμερα υπάρχει δρόμος που
οδηγεί από την Αθήνα στο Αμφιάρειο μέσω του Ραμνούντα. Από το απόσπασμα αυτό
του Στράβωνα μαθαίνουμε ότι Ψαφίς ανήκε στον Ωρωπό, όμως στους εφηβικούς
καταλόγους των Αθηνών εμφανίζεται ως αττικός δήμος και θέση του έχει καθορισθεί
με ακρίβεια από τον Lolling.
Η
κύρια σύνδεση στην αρχαιότητα του Ωρωπού με την Αθήνα γινόταν με το δρόμο της
Δεκέλειας, οποίος περνούσε από την ανατολική πλευρά της Πάρνηθας. απευθείας
επικοινωνία των δύο περιοχών οφειλόταν στη μεγάλη σημασία που είχε το λιμάνι
του Ωρωπού για τη μεταφορά των σιτοφορτίων από την Εύβοια προς την Αθήνα.
Σχετική πληροφορία έχουμε από τον Θουκυδίδη: «ή τε τών επιτηδείων παρακομιδή έκ
τής Εύβοιας, πρότερον έκ τού Ωρωπού κατά γην διά τής Δεκελείας θάσσων ούσα,
περί Σούνιον κατά θάλασσαν πολυτελής έγίγνετο».
Ο
Παυσανίας μας δίνει ιδιαίτερες πληροφορίες για το ιερό και τη λατρεία του
Αμφιάραου καθώς και την απόσταση του ιερού από τον Ωρωπό: «άπέχει δε δώδεκα
σταδίους μάλιστα ιερόν τού Αμφιαράου». Από την περιγραφή του επίσης μαθαίνουμε
ότι στην εποχή του πόλη του Ωρωπού δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «ή μεν
ούν πόλις έστίν επί θαλάσσης μέγα ούδέν ές συγγραφήν παρεχόμενη».
Ενάμισι χιλιόμετρο βόρεια του ιερού του Αμφιάραου βρίσκεται σημερινός όρμος Καμαράκι Μανδράκι που ταυτίζεται με το ιερό λιμάνι του Ωρωπού, το Δελφίνιο. αναγνώριση για το Δελφίνιο εξαρτάται καθαρά από ένα αρχαίο κείμενο του Στράβωνα: «έξής δε τήν περιήγησιν τής χώρας ποιητέον, άρξαμένους άπό τής πρός Εύβοιαν παραλίας τής συνεχούς τη Αττική, άρχή δ' Ώρωπός καί ιερός λιμήν όν καλουσιν Δελφίνιον, καθ' όν παλαιά ’Ερέτρια έν τή Εύβοια, διάπλουν έχουσα έξήκοντα σταδίων. μετά δέ τό Δελφίνιον Ώρωπός εν είκοσι σταδίοις· κατά δε τούτον έστιν νϋν Ερέτρια, διάπΛους δ' επ' αυτήν στάδιοι τετταράκοντα».
Από
τους ξένους περιηγητές οι πρώτοι που περιηγήθηκαν την περιοχή του Ωρωπού ήταν
οι Spon και Wheler το 1676. Στη διήγησή τους αναφέρουν ότι, επειδή δεν μπόρεσαν
να διασχίσουν τον ποταμό Ασωπό λόγω των ορμητικών νερών του, περπάτησαν κατά
μήκος της όχθης του έως τον Ωρωπό που τον παρουσιάζουν ως μια μεγάλη κωμόπολη
με διακόσια σπίτια.
Η
πρώτη περιγραφή της τοπογραφίας του Ωρωπού οφείλεται στους E. Dodwell (1767-1832)
και Sir W. Gell (1777-1836) που φτάνουν στον Ωρωπό στα 1805 και δίνουν
πληροφορίες για τα διάσπαρτα αρχαία λείψανα που συναντούν.
Το
1806, ο William Martin Leake (1777-1860) επισκέπτεται την περιοχή και
περιγράφει µε αρκετές λεπτοµέρειες τη διαδροµή που ακολούθησε από τον ορεινό
Κάλαµο προς τη Σκάλα Ωρωπού µέσω του Ιερού του Αµφιαράου. Παρά τις µικρές του
παρανοήσεις, όπως π.χ. στη θέση της Σκάλας που ταυτίζει µε τους Αγίους
Αποστόλους, αποτελεί από τους πρώτους που επισηµαίνουν µια ασυνέπεια µεταξύ της
θέσης του Παλαιού Ωρωπού – τον οποίο
ταυτίζει µε την αρχαία πόλη κυρίως επί τη βάση του ονόµατος – και των πηγών που
τοποθετούν τον αρχαίο Ωρωπό στην παράκτια περιοχή.
Ο
Leake ονομάζει τη Σκάλα Ωρωπού Αποστόλους
από μια ερειπωμένη εκκλησία που βρισκόταν εκεί. Μέσα στη θάλασσα είδε τα λείψανα
ενός αρχαίου τοίχου που θεώρησε ότι ήταν ένας αρχαίος λιμενοβραχίονας. Στην
ακρόπολη του Ωρωπού σύμφωνα με τον ίδιο υπήρχαν οικοδομικά λείψανα, τα οποία
θεώρησε ότι ανήκαν σε κάποιο κτίσμα, το οποίο είχε αμυντική σημασία, ήταν
δηλαδή ένα μικρό φρούριο φυλακτήριο. Στην περιοχή αυτή σε ένα ερειπωμένο
ξωκκλήσι βρήκε μια επιτύμβια επιγραφή με το όνομα «Τιμανδρίδης» και κοντά στη
θάλασσα τετραγωνισμένες πέτρες. Το χωριό Ωρωπός την εποχή που πέρασε περιηγητής
είχε παρακμάσει και οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στην Σκάλα. Λόγω μερικών
ερειπωμένων εκκλησιών ο Leake συμπέρανε ότι το χωριό κατά τους μεσαιωνικούς
χρόνους βρισκόταν σε ακμή. Στα ΝΑ του Ωρωπού στους πρόποδες ενός λόφου υπήρχαν
αρχαίοι τάφοι και μεταξύ των κτερισμάτων βρέθηκαν πολλές αιχμές δοράτων,
ορειχάλκινες λόγχες και ξύστρες.
Μια
αρκετά αναλυτική αναφορά στην τοπογραφία της Ωρωπίας και του Ιερού του
Αµφιαράου περιέχεται στο έργο του Heinrich Nicolaus Ulrichs (1807- 1843), ο
οποίος επισκέφθηκε αρκετές φορές την περιοχή µεταξύ των ετών 1832 και 1842. Μικρές
αναφορές στον Ωρωπό γίνονται και από τους περιηγητές του πρώτου µισού του 19ου
αιώνα.
Ωστόσο,
η µεγάλη τοµή διαπιστώνεται στα µέσα
περίπου του 19ου αιώνα, όταν ξεκινά συστηµατική αρχαιολογική έρευνα µε στόχο
τον εντοπισµό του Ιερού του Αµφιαράου. Ο επιτυχής εντοπισµός του Ιερού
οφείλεται στις επιγραφές που δηµοσίευσαν διαδοχικά ο Ραγκαβής και ο Πιττάκης
και στις µελέτες των Preller και Girard, ενώ τη συστηµατική ανασκαφική έρευνα
ξεκινά η Αρχαιολογική Εταιρεία από το 1884.
Εκτός
όµως από την περιοχή του Αµφιαρείου και σε ότι αφορά στην οργάνωση και
λειτουργία του εκεί Ιερού, η ευρύτερη περιοχή της Ωρωπίας παρέµεινε
ανεξερεύνητη αρχαιολογικά έως τα µέσα της δεκαετίας του 1970. Οι ανασκαφές των
ετών, από το 1974 έως τις µέρες µας, που διενεργούνται από τη Β΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, έχουν πλουτίσει τις γνώσεις µας για την
προϊστορία και ιστορία του Ωρωπού. Οι εστίες κατοίκησης της Γεωµετρικής
περιόδου έχουν εντοπιστεί σε δύο περιοχές του σύγχρονου παραθεριστικού
οικισµού, στα Νέα Παλάτια (οικόπεδο ΟΤΕ) και στη Σκάλα (οικόπεδο ΟΣΚ). Οι δύο
περιοχές ανασκάφηκαν µεταξύ των ετών 1983-1987, υπό τη διεύθυνση της Αλίκης
∆ραγώνα, όταν Έφορος Αττικής ήταν ο Β. Πετράκος. Ο πρόωρος θάνατος της
ανασκαφέως δεν επέτρεψε τη δηµοσίευση των αποτελεσµάτων των ανασκαφών, ούτε την
ολοκλήρωση των εργασιών στο ∆υτικό όριο του οικισµού της Σκάλας, στο οικόπεδο
ΟΣΚ.
Η
ανασκαφή του οικοπέδου ΟΣΚ είχε αρχικά τη µορφή σωστικής ανασκαφής στον χώρο
που προβλεπόταν η ανοικοδόµηση των Σχολικών Κτηρίων, η οποία όµως σύντοµα πήρε
συστηµατική µορφή λόγω της σπουδαιότητας των αρχαίων. ∆έκα περίπου χρόνια µετά
τη διακοπή των εργασιών, η έρευνα του χώρου συνεχίστηκε εκ νέου από το 1996 υπό
τη διεύθυνση του καθηγητή Αλέξανδρου Μαζαράκη Αινιάνος και την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Οι
μεγάλες και σημαντικές ανασκαφές του 1985-1987 και 1996-2003 έφεραν στο φως
έναν εκτεταμένο οικισμό των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων (τέλη 10ου - αρχές 5ου
π.Χ.), δεκάδες αψιδωτά και κυκλικά οικοδομήματα (το μεγαλύτερο και καλύτερα
διατηρημένο τέτοιο οικιστικό σύνολο του 8ου και 7ου αι. π.Χ.), καθώς και
εργαστήρια μεταλλοτεχνίας, λατρευτικά και άλλα δημόσια οικοδομήματα, καθώς και
ταφές της ίδιας εποχής.
Τα
πολυάριθμα και σημαντικά ευρήματα πιστοποιούν τις στενές πολιτισμικές σχέσεις
των Ωρωπίων με τις γύρω περιοχές, ιδιαίτερα με την Εύβοια, την Ανατολική
Μεσόγειο και την Κάτω Ιταλία. Ξεχωριστή σημασία, τόσο εθνική όσο και ευρωπαϊκή,
παρουσιάζει η σχέση του Ωρωπού με τη Δύση (Μεγάλη Ελλάδα και Σικελία), καθώς,
βασιζόμενοι τόσο στις φιλολογικές μαρτυρίες (Θουκυδίδη, Αριστοτέλη, Στράβωνα),
όσο και στα ανασκαφικά δεδομένα, ο προκλασικός Ωρωπός ταυτίζεται πλέον με
βεβαιότητα με την ομηρική Γραία
(Ιλιάδα Β, 498). Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνουν σύγχρονοι μελετητές, οι
Γραίοι φαίνεται ότι ταξίδεψαν στη Δύση σε αναζήτηση μετάλλων και συμμετείχαν
στην ίδρυση των πρώτων ευβοϊκών αποικιών της Δύσης. Εικάζεται μάλιστα ότι οι
Γραίοι ήρθαν πρώτοι σε επαφή με τους αυτόχθονες κατοίκους της Ιταλικής
χερσονήσου και τελικώς όλοι οι Έλληνες έγιναν γνωστοί στη Δύση ως Graii, Greci.
Οι γεωλογικές έρευνες και οι εργαστηριακές αναλύσεις δείχνουν ότι η θέση
εγκαταλείφτηκε οριστικά στις αρχές του 5ου π.Χ., ύστερα από καταστρεπτικές
πλημμύρες.
Πηγές:
Βλάχου
B. (2010), Γεωμετρικός Ωρωπός. Η τροχήλατη κεραμεική και οι φάσεις της
εγκατάστασης, διδ. Διατριβή, Αθήνα
Γκικάκης
Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού
Μαζαράκης-Αινιάν,
Α. (2007), Αρχαιολογικές αναζητήσεις: Ανασκαφές
στην Ομηρική Γραία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος
Παριανού
Ε. (2003), Οι αρχαιότητες του Ωρωπού,
Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος
https://www.ha.uth.gr/index.php?page=arch-research-pythagoras3
Πηγές εικόνων:
Μαζαράκης-Αινιάν,
Α. (2007), Αρχαιολογικές αναζητήσεις: Ανασκαφές
στην Ομηρική Γραία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος
Αρχείο
Ωρωπός History
Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου