Στον Αυλώνα, η Βασιλόπιτα συνήθως ήταν ψωμί το οποίο κεντούσαν με ζαχαρωμένο ζυμάρι. Με το ζυμάρι αυτό απεικόνιζαν πάνω στη βασιλόπιτα όλα τα μέλη της οικογένειας, το σπίτι, τα χωράφια και τα ζωντανά που είχε η οικογένεια.
Στο μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο
τραπέζι πριν ξεκινήσουν το φαγητό, έκαναν όλοι το σταυρό τους και έλεγαν τις
ευχές για το νέο έτος. Ο πατέρας γύριζε μία φορά τη βασιλόπιτα και την άφηνε να
δουν σε πια μεριά θα σταματήσει. Ό,τι απεικονιζόταν πάνω στη βασιλόπιτα στη
μεριά που θα σταματούσε, θα ήταν και το τυχερό τμήμα από την περιουσία της
οικογένειας για τη νέα χρονιά. Αυτό σε αρκετά σπίτια συνεχίζεται και σήμερα.
Άλλοι πάλι έστρωναν ένα άσπρο πανί κάτω και ο πατέρας της οικογένειας γύριζε τη
βασιλόπιτα. Αν η βασιλόπιτα έπεφτε από την πλευρά που ήταν τα «κεντίδια» τα οποία
είχε σχειδιάσει η νοικοκυρά στο πάνω μέρος, σήμαινε πως η οικογένεια θα είχε
μέσα στη χρονιά περισσότερο στάρι. Αν πάλι σταματούσε από την ανάποδη πλευρά,
οικογένεια θα είχε περισσότερο κριθάρι.
Παράλληλα
στον Ωρωπό, το κύριο χαρακτηριστικό της Βασιλόπιτας ήταν επίσης τα «κεντίδια» τα
οποία πολλές φορές ήταν αριστουργήματα προζυμοπλαστικής τέχνης. Στο πάνω μέρος
της πίτας, η νοικοκυρά «κεντούσε» με «κορδόνια από προζύμι», που τα έπλαθε πάνω
στο σοφρά, ως εξής:
Έναν
μεγάλο σταυρό στο κέντρο, πλάτους 5εκ., που σχεδόν άγγιζε την περίμετρο,
καταλήγοντας, στα τέσσερα άκρα του, σε τρία ημικύκλια. Στο κέντρο του σταυρού
και στα τέσσερα άκρα του η νοικοκυρά «έμπηγε» μέχρι τη μέση καρύδια. Στα
τέσσερα τεταρτημόρια του ψωμιού, όπως χωρίζονταν από τον σταυρό έφτιαχνε, με
λεπότερα κορδόνια από προζύμι, τέσσερις κύκλους διαμέτρου 10 εκ. Περίπου. Οι
τέσσερις αυτοί κύκλοι αντιπροσώπευαν τα τέσσερα βασικά στοιχεία που απαιτούνται
για την ύπαρξη αλλά και την επιβίωση μιας οικογένειας: Ο πρώτος τα μέλη της
οικογένειας, ο δεύτερος το σπίτι, ο τρίτος τα «ζωντανά» και ο τέταρτος τα
αμπέλια και τα χωράφια.
Στον
πρώτο κύκλο λοιπόν, απεικόνιζε το «προοπτικό» περίγραμμα ενός σπιτιού με
δίριχτη στέγη και μέσα σχημάτιζε με ζυμάρι τα μέλη που κατοικούσαν στο σπίτι.
Πρώτα ο πατέρας, μετά η μητέρα και στη συνέχεια τα παιδιά. Στον δεύτερο κύκλο «ζωγράφιζε» ένα χοντρό ζώο
(μουλάρι ή γαϊδούρι), μία κατσίκα και ένα δύο κοτόπουλα. Στον τρίτο κύκλο
σχημάτιζε το περίγραμμα ενός αμπελιού και ένα σταφύλι με τις ρόγες του και στον
τέταρτο κύκλο σχημάτιζε ένα-δυο στάχυα και ένα κλαδάκι με ελιές. Την ώρα που
ζύμωνε τη Βασιλόπιτα, έβαζε μέσα και το φλουρί. Σημασία δεν έδιναν μόνο σε
ποιον θα «πέσει» το φλουρί, αλλά και σε ποιον κύκλο. Αν π.χ. έπεφτε στον κύκλο
της οικογένειας, ήταν το καλύτερο σημάδι
γιατί σήμαινε υγεία και ευτυχία για τα μέλη της.
Στην
Προποντίδα (Μαρμαρά), έφτιαχναν δύο βασιλόπιτες: Μία με προζύμι που την έλεγαν «ανεβατή»
και ήταν φτιαγμένη όπως το τσουρέκι. Αυτή την έκοβαν το βράδυ της παραμονής της
Πρωτοχρονιάς. Η δεύτερη ήταν με φύλλα ζύμης ("φυλλωτή") και τη φύλαγαν για την
επόμενη ημέρα. Τα πρώτα κομμάτια που έβγαζε ο νοικοκύρης (αφού σταύρωνε με το
μαχαίρι τρεις φορές) ήταν για τον Χριστό και τον Άγιο Βασίλη.
Η σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό |
Σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, το μοτίβο παρέμενε το ίδιο. Στην Κίο της Βιθυνίας, στην Προποντίδα, η νοικοκυρά όταν έφτιαχνε την πίτα την παραμονή πατούσε τη σφραγίδα με τον αετό τέσσερις φορές σταυρωτά, με τα κεφάλια στη μέση. Το βράδυ, όταν είχε ψηθεί, την έβαζαν στην άκρη του τραπεζιού, να ακουμπάει στον τοίχο. Ο νοικοκύρης με ένα κλαδί στο χέρι ακουμπούσε τη βασιλόπιτα και έλεγε: «Με το καλό να μπει ο Αϊ-Βασίλης, να είμαι γερός να ξανακάμουμε την πίτα». Κατόπιν τα μέλη της οικογένειας κρεμούσαν χρυσά αντικείμενα με την ευχή «και του χρόνου». Την έκοβαν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, μετά την εκκλησία.
Στη
Σμύρνη η Βασιλόπιτα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει στολισμένο τον δικέφαλο αετό. Όλα
σχεδόν τα σπίτια είχαν ένα ξύλινο καλούπι σε σχήμα αυγουλωτό και μακρουλό με
μυτερές τις δύο άκρες. Στη μία πλευρά είχε σκαλισμένο τον αετό με ανοιγμένα
φτερά και την ουρά, και πάνω από τα κεφάλια ένα σταυρουδάκι. Στην άλλη πλευρά
είχε ένα μικρό εξόγκωμα για να μπορείς να το πιάσεις. Αν η πίτα δεν ήταν
σταμπωμένη με τον δικέφαλο αετό δεν τη θεωρούσαν βασιλόπιτα. Τα αρωματικά που έβαζαν στην ανεβατή
βασιλόπιτα ήταν το μαχλέπι, η μαστίχα, ξύσμα πορτοκαλιού και καμιά φορά κακουλέ
(κάρδαμο).
Οι
Σμυρνιές έφτιαχναν επίσης το Καζάν Ντιπί. Παραδοσιακά γίνεται από βουβαλίσιο
γάλα, αλλά μπορούμε να βάλουμε και άλλο είδος. Έφτιαχναν μια κρέμα με νισεστέ
και την έβαζαν στο τζάκι, οπότε καιγόταν από κάτω και γι’ αυτό ονομάστηκε και
Καζάν Ντιπί, δηλαδή «στο καζάνι που καίγεται». Τώρα πια, αυτά έχουν
εκλείψει, και την κρέμα την βάζουν με το ταψί στο πετρογκάζ ή την καίνε με το
καμινέτο από πάνω.
Στα
Βουρλά της Σμύρνης η πίτα ζυμωνόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ως στόλισμα,
εκτός από τον δικέφαλο αετό, είχε ακόμα αμύγδαλα και γαρίφαλα με τα οποία
έγραφαν τη χρονολογία.
Οι
Πολίτες, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το ονόμαζαν «καλή βραδιά». Τη βασιλόπιτα τη
στόλιζαν με δώδεκα κεριά που συμβόλιζαν τους δώδεκα μήνες του χρόνου. Στις
δώδεκα η ώρα άναβαν τα κεριά και ο αρχηγός του σπιτιού έκοβε την πίτα, μοίραζε
τα κομμάτια και έβρισκαν τον τυχερό που θα πετύχαινε το φλουρί.
Και
στα σπίτια του Τσεσμέ (Κρήνη), η Βασιλόπιτα είχε τον δικέφαλο. Τοποθετούνταν
στο κέντρο του τραπεζιού και γύρω της έβαζαν φρούτα, γλυκά και ένα ποτήρι νερό.
Μετά την κοπή της, αργά τα μεσάνυχτα, όλα τα κεράσματα παρέμεναν στο τραπέζι,
για τον Αϊ-Βασίλη.
Στις
Κυδωνιές (Αϊβαλί) το ζύμωμα γινόταν με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και μυρωδικά. Το
στόλισμα της πίτας ήταν με έναν μεγάλο σταυρό τον οποίο η νοικοκυρά τον έκανε
με πιρούνι, για τη γλωσσοφαγιά, για να βγαίνουν τα μάτια των εχθρών. Επίσης,
χρησιμοποιούσε ένα κλειδί για να κάνει διάφορα άλλα στολίδια, για να κρατούν το
στόμα τους κλειστό όσοι κουτσομπολεύουν την οικογένεια. Το πρώτο κομμάτι ήταν
του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας και το τρίτο του Αγίου Βασιλείου. Εκείνος
που έβρισκε το φλουρί δεν το κρατούσε, μιας και το «εξαγόραζε» η νοικοκυρά
προκειμένου να μείνει στο σπίτι, για γούρι.
Στα
Φάρασα της Καππαδοκίας, τη Βασιλοκουλούρα, όπως έλεγαν τη βασιλόπιτα, την
έπαιρνε στο χέρι ο νοικοκύρης, έκανε το σταυρό του, τη φιλούσε και στη συνέχεια
την περίφερε στα άλλα μέλη της οικογένειας για να κάνουν το ίδιο. Όποιος
έβρισκε το γρόσι δεν το ξόδευε αλλά το κρατούσε για τον επόμενο χρόνο.
Το
σάμαλι είναι επίσης μικρασιάτικο γλυκό, με σιμιγδάλι και μαστίχα. Μοιάζει με το
ραβανί, αλλά είναι πιο σιροπιασμένο και πιο μελωμένο μέσα, ενώ το ραβανί είναι
πιο ψωμένιο (Το εκμέκ, επίσης, το οποίο κανονικά δε γίνεται με κανταΐφι, αλλά
με ζυμάρι περίπου σαν της βασιλόπιτας).
Οι
Μικρασιάτες είχαν και τα καϊμάκια, δηλαδή το ανθόγαλο, το λιπαρό μέρος του
γάλακτος που μένει στην επιφάνεια μετά το άρμεγμα. Αυτό οι Σμυρνιές το
χτυπούσαν και έφτιαχναν σαντιγί. Επίσης, τα καϊμάκια οι Σμυρνιές τα έβαζαν και
στο πρόσωπο για ωραία επιδερμίδα, χωρίς ρυτίδες, σαν μάσκα...
Πηγές:
Γκικάκης Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού, Ωρωπός
Ηλιάδης, Θ. (2001), Προκόνησος-Παλάτια-Νέα
Παλάτια, Κοινότητα Νέων Παλατίων
Λιάκουρης Δ. (1997), Αυλώνας Αττικής (Σάλεσι ή
Κακοσάλεσι) : Ανατρέχοντας στις ρίζες μας, αυτοέκδοση.
Μπουγιέση Μ. (2009), Ο χορός και το τραγούδι
μέσα από τα κοινωνικά δρώμενα, στον Αυλώνα Αττικής, Διπλωματική Εργασία,
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Στεφανίδου Ι. (2020), Η ορολογία της ποντιακής κουζίνας, Πτυχιακή Εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
https://eatdessertfirstgreece.com/2019/12/29/vasilopita/
https://www.pontosnews.gr/631579/politika-mikrasiatika/ethimo-vasilopita-mikra-asia-protoxronia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου