Τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιούργησε η επί πολλές δεκαετίες ασχεδίαστη οικιστική ανάπτυξη στον χώρο της Πρωτεύουσας, η μη εφαρμογή χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά και η έλλειψη οποιασδήποτε ευαισθησίας για τη διάσωση των φυσικών της πόρων, γίνονται σήμερα ιδιαίτερα αισθητά από το σύνολο των κατοίκων της.
Με
αφορμή τις πρόσφατες καταστρεπτικές πυργκαγιές, ο Θ. Γεωργίου (2024) υποστηρίζει
με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών πως η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα
είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικιστική διαχείριση. Είναι προπάντων
οικιστική ανάπτυξη. Οι ατελείωτοι πολεοδομικοί και οικιστικοί σχεδιασμοί από τη
μια και οι εκτάσεις «καμένης γης» από την άλλη είναι οι δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος: η κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως.
Επιπλέον, η ερευνήτρια Μ. Νικολή (2018) υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Αττικής, επιδιώκοντας καλύτερη ποιότητα ζωής, βρίσκει πλέον διέξοδο στις περιαστικές περιοχές (Μεσόγεια, Ωρωπός, Δυτική Αττική, κτλ.), μετατρέποντας τις παραδοσιακές γεωργικές χρήσεις σε άλλου είδους χρήσεις όπως συγκοινωνίες, κατοικίες και έργα υποδομής. Πλέον οι περισσότερες περιαστικές περιοχές αποτελούν προάστια της Αθήνας.
Η
αυθαίρετη οικοπεδοποίηση και δόμηση είχε συνδεθεί μέχρι πρόσφατα αποκλειστικά
και μόνο με τα λαϊκά στρώματα. Από το τέλος όμως της δεκαετίας του '70, άρχισε
να γίνεται αντιληπτό ότι αυτή δεν ήταν το αποκλειστικό «προνόμιο» των λαϊκών
στρωμάτων, μια και αυθαίρετες βίλες και πολυτελή εξοχικά είχαν αρχίσει να
εμφανίζονται παντού στον περιαστικό και εξωαστικό χώρο, αφανίζοντας δάση και παραλίες.
Όπως
αποδεικνύει η ερευνήτρια Φ. Τούντα (1998), το φαινόμενο της οικοπεδοποίησης και
δόμησης δασικών εκτάσεων της Αττικής δεν είναι πρόσφατο, άλλα έχει τις ρίζες
του στον Μεσοπόλεμο, ή και ακόμη παλαιότερα, από συστάσεως του νεοελληνικού
κράτους. Αποδεικνύει επίσης ότι η
αυθαιρεσία δεν προήλθε από τα λαϊκά στρώματα, αλλά πήγασε από τις κυρίαρχες
κοινωνικές ομάδες και από τους ίδιους τους φορείς άσκησης δασικής και
οικιστικής πολιτικής.
Φάνηκε
δηλαδή, ότι η οικοπεδοποίηση και οικιστική ανάπτυξη δασικών και αγροτικών
εκτάσεων στον περιαστικό και εξωαστικό χώρο της Πρωτεύουσας είναι στενά
συνδεδεμένη με την κρατική πολιτική απέναντι στη μεγάλη ατομική γαιοκτησία.
Μετά τον Πόλεμο, οι
φερόμενοι ως μεγαλοϊδιοκτήτες γης (ιδιώτες και μονές) συνεχίζουν τις πωλήσεις δασικής και αγροτικής γης, τις οποίες έχουν ξεκινήσει κατά τον
Μεσοπόλεμο, με κατάτμηση των τμημάτων που απέμεναν από τα μεγάλα κτήματα των
αρχών του αιώνα.
Με
την εγκατάσταση των εσωτερικών μεταναστών στην Πρωτεύουσα, κατά τις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες, και τις αλλαγές στον αγροτικό τομέα, συνεχίζεται ο
σταδιακός τεμαχισμός των μεγάλων κτημάτων του περιαστικού χώρου, ο οποίος
γενικεύεται και σε εκείνα του εξωαστικού χώρου, με τη γοργή εξάπλωση της πόλης. Όλο και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες συμμετέχουν στο εμπόριο της
αγροτικής και δασικής γης και της μετατροπής της σε αστική. Πρόκειται για:
-
Μεσαίους και μικρούς ιδιοκτήτες και νομείς που κατέχουν από παλιά αγροτική γη (βλέπε
για παράδειγμα τους αγρότες στα Ν. Λιόσια).
-
Όσους έχουν αγοράσει αγροτική ή δασική γη από την προηγούμενη κατηγορία των μεγαλοϊδιοκτητών/νομέων
για κερδοσκοπικούς λόγους, είτε με τη μορφή συνεταιρισμών (όπως για παράδειγμα ο οικοδομικός συνεταιρισμός οικιστών και παραθεριστών Ν. Πεντέλης), είτε ως
ιδιώτες.
-
Όσους έχουν αποκτήσει γη από τις διανομές του Υπ. Γεωργίας (γηγενείς ή πρόσφυγες),
την οποία κατατέμνουν και πωλούν ως οικόπεδα (όπως για παράδειγμα συνέβη στις
εποικιστικές εκτάσεις των Μελισσίων).
-
Όσους καταπάτησαν ή δημιούργησαν ανύπαρκτα δικαιώματα κυριότητας σε δάση (όπως
για παράδειγμα, οι ρητινοσυλλέκτες που μεταβίβασαν τεμάχια πευκοδάσους σε άτομα
που δεν ασκούσαν το επάγγελμα αυτό και οι δασικές εκτάσεις μετατράπηκαν σε
οικόπεδα, περίπτωση Πεύκης).
Το πολεοδομικό συγκρότημα επεκτείνεται δηλαδή είτε λόγω εγκατάστασης στις παρυφές του νεοαφιχθέντων μεταναστών, είτε με τη μετεγκατάσταση παλαιών κατοίκων του από τις κεντρικές περιοχές προς νέες εξογικές περιοχές. Ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική τους προέλευση, οι δύο αυτές μεγάλες κατηγορίες οικιστών εποικίζουν μεταπολεμικά τον περιαστικό χώρο καταφεύγοντας σε διαφορετικές διαδικασίες / μηχανισμούς οικοπεδοποίησης και δόμησης.
Επιχειρώντας
μία ομαδοποίηση των μηχανισμών αυτών σε σχέση με την παραγωγή α'
κατοικίας στον περιαστικό χώρο της Πρωτεύουσας, γίνεται άμεσα αντιληπτό, σύμφωνα
με τη Φ. Τούντα (1998), το φαινόμενο της
παραπολεοδομίας, δηλαδή της επικράτησης παράνομων και ημιπαράνομων μηχανισμών
μετατροπής της αγροτικής και δασικής γης σε αστική, όπως:
1.
Αυθαίρετη οικοπεδοποίηση και δόμηση στους τόπους εγκατάστασης των εσωτερικών
μεταναστών (αυθαίρετα των λαϊκών στρωμάτων).
2.
Παράνομη κτήση δασικών εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς και υπαγωγή
τους στο σχέδιο πόλης.
3. Παράνομοι σφετερισμοί, μεταβιβάσεις, κατατμήσεις και οικοπεδοποιήσεις δασικών εκτάσεων, από όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Πηγές:
Γεωργίου
Θ. (2024), Πολιτικό έγκλημα στην Αττική, Εφημερίδα των Συνακτών: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/443541_politiko-egklima-stin-attiki
Νικολή
Μ. (2018), Αστικός ανταγωνισμός και αναπτυξιακός σχεδιασμός: Οι Ολυμπιακές
εγκαταστάσεις στο Μαρκόπουλο Αττικής, Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Σολιοπούλου
Α. (2014), Μεταβολές των ορίων των πολεοδομικών ιστών των πρωτευουσών
ελληνικών πόλεων από το 1980 έως σήμερα, μέσα από εργαλεία Γεωπληροφορικής,
Διπλωματική Εργασία, ΑΠΘ.
Τούντα
Φ. (1998), Γαιοκτησία, οικιστική επέκταση και αποδάσωση στην Αττική,
Διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ.
Δημιουργία
Εικόνων:
Πρόγραμμα
Τεχνητής Νοημοσύνης dream: https://dream.ai/create
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου