Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Το Γυμνασιακό Παράρτημα Αυλώνα (1948-1970) και το ποίημα του Ι. Γκικάκη για τους παλιούς μαθητές

 


Στενά συνδεδεμένο με την Ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Ωρωπού είναι το Γυμνασιακό Παράρτημα Αυλώνα για το οποίο πολλοί κάτοικοι έχουν να διηγηθούν ιστορίες τόσο για τη φοίτησή τους όσο και για τις μετακινήσεις τους από τον Ωρωπό, τη Μαλακάσα, το Μήλεσι, το Συκάμινο και άλλα χωριά προκειμένου να συνεχίσουν τη γυμνασιακή τους μόρφωση.

 

Από το βιβλίο του  Δ. Λιάκουρη Αυλώνας Αττικής-Ανατρέχοντας στις ρίζες μας αλλά και από τοπικές αυλωνίτικες ιστοσελίδες (Το Σάλεσι και Ιχνηλατώντας τη Λαογραφία του Αυλώνα) πληροφορούμαστε ότι την περίοδο 1946-47, μια επιτροπή που την αποτελούσαν οι: Ε. Λιάκουρης, Δ. Παπακωνσταντίνου (δάσκαλος), Π. Γραίγος και Σπ. Δάκος, επισκέφτηκε τον μετέπειτα (1948-49) Υπουργό Παιδείας και βουλευτή Αττικοβοιωτίας Δ. Βουρδουμπά, στον οποίο εξέθεσε το αίτημα των περισσοτέρων κατοίκων της Κοινότητας για την ίδρυση Γυμνασίου στον Αυλώνα. Το συγκριτικό πλεονέκτημα που επικαλέστηκε η Επιτροπή ήταν ότι ο Αυλώνας ήταν κεφαλοχώρι που περιβαλλόταν από πολλά μικρότερα χωριά σε κοντινή σχετικά απόσταση, ενώ επιπλέον είχε ικανοποιητική συγκοινωνία.

 

Μετά από πολλές παραστάσεις και διατυπώσεις, το Υπουργείο πήρε την απόφαση και το 1948 ίδρυσε το τριτάξιο Γυμνασιακό Παράρτημα Αυλώνα (Γ.Π.Α.) το οποίο στη συνέχεια έγινε εξατάξιο, ως παράρτημα του Θ’ Γυμνασίου Θηλέων Αθηνών για λίγα χρόνια. Για πολύ μικρό χρονικό διάστημα αποτέλεσε παράρτημα του Γυμνασίου Μενιδίου και στη συνέχεια παράρτημα του Β’ Γυμνασίου Αρρένων. Έτσι, τα πρώτα απολυτήρια που δόθηκαν είχαν τον τίτλο Β’ Αρρένων Αθηνών, μέχρις ότου το Γυμνάσιο έγινε αυτοτελές.

 

Το Γ.Π.Α. στην αρχή στεγάστηκε στο σπίτι του Ν. Πολίτη, ενώ συμπληρωματικές αίθουσες νοικιάστηκαν στα διπλανά σπίτια, των Ν. Γεωργίτσα και Θ. Ηλ. Παπαθεοδώρου. Τα δυο σπίτια βρίσκονται και σήμερα στην ίδια κατάσταση. Στη συνέχεια και μετά το 1954 μεταστεγάστηκε στο διώροφο σπίτι του Ευαγγ. Ηρ. Σαμπάνη, μέχρις ότου η Εταιρεία Υδάτων, σημερινή ΕΥΔΑΠ, παραχώρησε το οικόπεδο του εργοταξίου της εκεί όπου κατασκευάστηκε το σημερινό Γυμνάσιο (1968-1970).

 

Οι πρώτοι γυμνασιόπαιδες που φοίτησαν στο Γ.Π.Α. αμέσως μετά την ίδρυσή του ήταν οι Αυλωνίτες μαθητές του Γυμνασίου Σχηματαρίου, άλλοι που έφταναν από την Αθήνα, τη Χαλκίδα και τα γύρω χωριά ( Αγ. Θωμά, Ωρωπό και κυρίως τη Μαλακάσα) και τέλος οι μαθητές που αποφοίτησαν από το Δημοτικό Σχολείο την εποχή εκείνη.

 

Οι δυσκολίες στην αρχή ήταν ότι το Γυμνάσιο είχε σοβαρές ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, η κάλυψη των ωρών διδασκαλίας γινόταν με απογευματινά μαθήματα ή ακόμα και με κυριακάτικα. Τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας ήταν ανύπαρκτα κι η έλλειψη βιβλίων αισθητή. Ο αριθμός σε κάθε τάξη ήταν πολύ μικρός. Η Η’ τάξη (σημερινή Γ’ Λυκείου) πρωτολειτούργησε με 5 μαθητές κι οι κατώτερες τάξεις από 20-30 μαθητές.

 

Το Γ.Π.Α. άρχισε να λειτουργεί με 50-60 μαθητές συνολικά, αριθμός ο οποίος έφθασε τους 180-220 κατά τον τρίτο χρόνο λειτουργίας. Με τους τότε πρώτους απόφοιτους των ετών 1952-56 και τους πρώτους επιτυχόντες στις Ανώτατες, Ανώτερες και Στρατιωτικές Σχολές έδωσε και την πρώτη σειρά επιστημόνων του χωριού.

 

Το Γ.Π.Α. ανέπτυξε αξιόλογες αθλητικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στους πανμαθητικούς αγώνες της Δ’ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας που ‘γιναν στη Θήβα το 1952, το Γ.Π.Α. πήρε μια πρώτη νίκη στο τριπλούν (Δημ. Ε. Λιάκουρης) και δυο δεύτερες: σφαιροβολία (Αθαν. Ζαρογκίκας) και 1000 μ. (Μιχ. Λιβάνιος). Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτών των νικών, αρκεί να σημειωθεί, ότι το Γ.Π.Α. συμμετείχε με 10 μαθητές – αθλητές, ενώ τα γυμνάσια Θηβών, Λειβαδιάς, Ορχομενού κλπ. με περισσότερους από 60 μαθητές το καθένα.

 

Ο πρώτος Διευθυντής ήταν ο μαθηματικός Αντρέας Σαράφης, που τον διαδέχτηκε ο φιλόλογος Αβραμίκος. Πρώτοι καθηγητές ήταν οι φιλόλογοι: Γ. Κομίνης, Γ. Ζαμπέλης, Αγγ. Πάτρα, Πόπη Στασινοπούλου, Ιωάννα Φλέγκα, Ματθ. Τιράνα, Γρηγ. Κούκουρα, Ι. Λουκάς, οι μαθηματικοί: Παπαδάκη και Ξυγκάκης, οι φυσικοί Γ. Ρούσης, Ροζακέας και Ι. Στέρπης, ο θεολόγος Γιάννης Γκιζελής και ο γυμναστής Περδίκης.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι καθηγητής του Γυμνασίου υπήρξε επίσης ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Μακαριώτατος κ.κ. Ιερώνυμος Β’, πριν λάβει τον πρώτο βαθμό της Ιεροσύνης χειροτονούμενος ως Διάκονος (3 Δεκεμβρίου 1967) από τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας και πνευματικό του πατέρα κυρό Νικόδημο στη Θήβα.

 

Οι μαθητές του Γυμνασίου έδωσαν ζωντάνια στο χωριό: Άρχισαν οι παρελάσεις με τη σημαία, τη σάλπιγγα και το ταμπούρλο, οι λαμπαδηφορίες, οι γυμναστικές επιδείξεις κ.α. Οι μαθήτριες κυκλοφορούσαν με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες (αργότερα έγιναν μπλε), ενώ οι μαθητές, κοντοκουρεμένοι, φορούσαν το πηλήκιο με την κουκουβάγια. Οι περισσότεροι μαζεύονταν στο βιβλιοπωλείο του Ηλία Νικητόπουλου, που ξεκίνησε ως εφημεριδοπώλης, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και δίπλα στο καφενείο του Γιάννη Σιδέρη. Ήταν ο άνθρωπος που έφερνε τα γυμνασιακά βιβλία κι όλα τα άλλα σχολικά είδη. Ο καθηγητής Γιάννης Γκιζελής είχε δημιουργήσει τα κατηχητικά σχολεία και τη σχολική χορωδία που έψελνε στην εκκλησιά.

Το παρακάτω ποίημα του Γιάννη Γκικάκη "Το μονοπάτι" περιγράφει τον αγώνα των μαθητών από τον Ωρωπό  για να μάθουν γράμματα:

Το μονοπάτι

(Γυμνάσιο Σάλεσι 1956)


Ξεκίναγαν πουρνό-πουρνό πολύ πριν να χαράξει,

πριν  να λαλήσει πετεινός, τα γίδια πριν σκαρίσουν

στο Σάλεσι να φτάσουνε να μπούνε μες την τάξη

πριν το κουδούνι ακουστεί κι οι αίθουσες γεμίσουν.

 

 Μέσα στον ύπνο το βαθύ τους σκούνταγε η μάνα.

 «Ξύπνα παιδί μου, ξύπνησε καλό μου παλικάρι.

σου 'φτιαξα τσάι του βουνού μαζί με ματζουράνα.

Ξύπνα γιατί θα ματαρθεί ο ύπνος να σε πάρει.»

 

«Ξύπνα και θα 'ρθουν τα παιδιά. Να μη σε περιμένουν.

Σου έβαλα λίγο ψωμί κι ελιές μέσα στη σάκα.

Σήκω βλαστάρι μου γλυκό, λίγα λεπτά σου μένουν,

σε λίγο τ' άλλα τα παιδιά θαν' στη μεγάλη λάκα.» 

   

Πονούσε η μάνα η καψερή που ξύπναγε το γιό της

μες στα βαθιά μεσάνυχτα πού 'ναι γλυκός ο ύπνος.

Έβαζε γλύκα στη φωνή μαζί και παρακάλια

κι απέξω στα λιθαριακά 'λυχτούσαν τα τσακάλια. 

 

Γύριζε ο γιος της το πλευρό, ύπνο για να ξεκλέψει,

μες στις πονόβες τις ζεστές λίγο να χουχουλιάσει.

Μα έπρεπε να σηκωθεί, τη σάκα να μαζέψει

και τα παιδιά που έρχονταν, στο δρόμο να προφτάσει.

 

Κι η μάνα γλυκομίλητη του χάιδευε το κεφάλι

και του ψιθύριζε γλυκά, να μη τονε ταράξει.

«Σήκω καρδούλα μου γλυκιά, σήκω να πιεις το τσάι.

Σου 'χω και δυο Kαψαλιαστές γεμάτες πετιμέζι.»

 

Σαλτάρει ο γιος της βιαστικός, «στο πόδι τρώει και πίνει.

Φτιάχνει τη σάκα με σπουδή και ο βοριάς σφυρίζει.

Ξοπίσω τρέχει η μάνα του και κάτι τι του δίνει.

«Πάρε την κάπα του παππού άρχισε να χιονίζει.»

 

Εκεί στη διασταύρωση τρία παιδιά ανταμώνουν.

Παίρνουν το δρόμο βιαστικά, παίρνουν την ανηφόρα.

Ειν' ο Λωνίδας ο μικρός κι ο Γιάννης του 'Δυσσέα

 του Κοροβέση ο Κωστής που όλο μετράει την ώρα.

 

Σε λίγο φτάνουν στα ψηλά, στ' Αϊ Γιώργη τις στροφούλες.

Το καντηλάκι του θωρούν και κάνουν το σταυρό τους.

Μέσα στο μαυροσκόταδο μερεύουν οι καρδούλες.

Ψιθυριστά λεν προσευχή στον άγιο το δικό τους.

 

Λίγο μετά απ' τη στροφή μπαίνουν στο μονοπάτι.

Το μονοπάτι που 'βγαζε στις Αρμενιάς τους βράχους

Που έβγαζε στο Σάλεσι, 'σα που 'φτανε το μάτι.

Δυο ώρες δρόμος μοναξιάς, γιομάτος από δράκους.

 

Και ήταν μισή οργιά στενό, σε σκίνα και σε πεύκα

που φτάνανε ψηλόκορφα στον ουρανό απάνω.

Και δεν φαινόταν ουρανός και τη νυχτιά Φεγγάρι

και που σκιαζόνταν τα παιδιά η λάμια μη τα πάρει.

 

Μα τούτο το ξημέρωμα δεν είχε βγει Φεγγάρι.

Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι όλα λευκά ντυμένα.

Απόψε δεν θα τόλμαγε κανένα παλικάρι,

μα τα παιδιά συνέχιζαν να Φτάσουν τα καημένα.

 

Τριζοβολούσε με θυμό στο πάτημα το χιόνι

από τα τρυπιοπάπουτσα -της ΟΥΝΤΡΑΣ- που φορούσαν,

Το χιόνι γέμιζε πυκνό των παπουτσιών τα μπόσκα,

μα τα παιδιά συνέχιζαν. Να Φτάσουνε ποθούσαν.

 

Σκούπιζαν απ' τα τσίνορα το χιόνι που κολλούσε,

το δρόμο να μη χάσουνε, στο δάσος μη χαθούνε

και το καθένα έσφιγγε τα δόντια όσο μπορούσε .

Τρέμανε τα τσαούλια τους και «ψάχναν» να τα βρούνε.

 

Τις πατατούκες σήκωναν πάνω απ' το κεφάλι,

να το κρατήσουνε ζεστό, μα και στεγνό συνάμα.

Τα ξωτικά να διώξουνε και να θαρρέψουν πάλι,

Φωνές του Φόβου έβγαζαν μα και τραγούδια αντάμα.

 

Μα κάπου εκεί στο διάσελο λίγο αναθαρρήσαν.

Εκεί Ψηλά απέναντι φανήκανε δυο φώτα.

'Ηταν εκεί το Σάλεσι και του σχολειού η πόρτα.

Ανάσα πήρανε βαθιά, 'σα κάτω ροβολλήσαν.

 

Πέρα από τα βλάχικα ακούστηκαν κοκόρια,

 μα κι αλυχτήματα σκυλιών και κοπαδιών τροκάνια.

Τώρα ήταν κατήφορος, βγάλαν φτερά τα πόδια.

Λίγο πιο κει μουγγάνιζαν του Λιάκουρη τα βόδια.

 

Στου Βουργενιού το πέρασμα που ήταν Φουσκωμένος,

βουλιάξανε τα πόδια τους μες σε νερό και λάσπη

και ο Λωνίδας ο μικρός κόλλησε ο καημένος.

Μα μονομιάς τον τράβηξαν με δύναμη οι άλλοι.

 

Μ' όσες δυνάμεις έμεναν, συνέχισαν το δρόμο,

λιπόσαρκα λιανά κορμιά, της κατοχής η γέννα

μα σήκωναν τα όνειρα στον παιδικό τους ώμο.

Είχαν στομάχι μια σταλιά και μια καρδιά ένα στρέμμα.

 

Μπήκαν στην άκρη του χωριού κι άρχιζε να χαράζει.

Ήταν μπούζι τα πόδια τους, τα μάγουλα αναμμένα.

Τραγούδι πιάσαν χαρωπό κι ο κόσμος τους κοιτάζει,

πίσω απ' τα τζάμια τα θολά με άχνα γεμισμένα

 

Και φτάσανε στη πέτρινη αυλή του Γυμνασίου.

Έξω η θεια Τσία τάιζε με σκύβαλα τις κότες.

Ο κυρ' Βαγγέλης έριχνε άχυρο στα μουλάρια

κι οι μαθητές εβγήκανε, φωνάζοντας, στις πόρτες.

 

Πλύναν τα λασποπάπουτσα πριν μπούνε μες στην τάξη,

μες στις κουρούτες της αυλής που πότιζαν τις γίδες.

Τίναξαν το σακάκι τους στην αίθουσα μη στάξει

και μπήκανε καμαρωτοί που πρόλαβαν τις γκρίνιες.

 

Πήρε το απουσιολόγιο του Πατσουλέ η Βούλα.

«Παρόντες» εσημείωσε κι ήταν φχαριστημένη.

Μα και τα άλλα τα παιδιά χαρούμενα φωνάζαν

«καλώς τους, τους εξ Ωρωπού, κι ας είναι παγωμένοι ».

 

Κι ήταν ο Κώτσος Σακαής κι ο Γιώργος Μητσιγάτσης,

ήταν κι ο Τάκης Κυριακού κι ο Δάβρης ο Μανώλης,

ήταν κι ο Γιώργος ο Λαδάς κι ο Παπαθεοφάνους

και ο Σωτήρης ο Μαντάς κι ο Νίκος Δημαντώνης.

 

Μα και η Σούλα η όμορφη με τις πυκνές τις μπούκλες,

Του Ζαρογκίκα η Δήμητρα και η Παπά κι η Σύρμα

κι η Βασιλά η Αγγελική κι απ 'το Χαλκούτσι ο Δάβρης .

Ήταν κι απ' το Συκάμινο του Μαλακού ο Βασίλης.

 

Ήτανε και ο Νέστορας απ' τη Μαυροσουβάλα,

που πήγαινε ως το σταθμό στο δίκυκλο καβάλα.

Βασίλη τον ελέγανε, του Παπαβασιλείου,

που όλο πλάκες έκανε την ώρα του σχολείου.

 

Και ξάφνου όλοι σώπασαν. Κάθησαν στα θρανία.

Η αίθουσα εγλύκανε η Αρτεμις σαν μπήκε,

που στο δικό της μάθημα δεν νιώθανε ανία

κι η τάξη εζεστάθηκε και το ρυθμό της βρήκε.

 

Την άλλη ώρα μάθημα με την κυρία Πόπη

που αρχαία μας εδίδασκε με ζήλο και αγάπη.

Και 'κει μετά τα δύσκολα, άλγεβρα με Σαράφη

κι ο γυμναστής Γορδοβανάς που έμενε στο ράφι.

 

Έτσι ήτανε τα πράγματα την εποχή εκείνη,

φτώχια και πείνα και χαρά, όλα ανακατεμένα.

Μα απ' τη μνήμη μας αυτά, τίποτα δεν τα σβήνει.

Είμαστε όλα τα παιδιά φτωχά μα ευτυχισμένα.

 

 

Πηγές:

Λιάκουρης Δ. (1997), Αυλώνας Αττικής (Σάλεσι ή Κακοσάλεσι) : Ανατρέχοντας στις ρίζες μας, αυτοέκδοση.

«Το Σάλεσι»: http://tosalesi.blogspot.com/2011/03/1821.html     

«Ιχνηλατώντας τη Λαογραφία του Αυλώνα»: https://www.facebook.com/profile/100047122535752/search/?q=%CE%93%CF%85%CE%BC%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος: https://ieronymos.gr/index.php/arxiepiskopos/viografiko

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου