Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Η Ομηρική Γραία στα Γεωμετρικά και Αρχαϊκά Χρόνια μέσα από τις πρόσφατες ανασκαφές του Ωρωπού.

 


Σύμφωνα με συνέντευξη του καθηγητή Α. Μαζαράκη-Αινιάν, η θέση της σημερινής ανασκαφής στον χώρο ανέγερσης του πρώην Γυμνασίου Ωρωπού  μας έδωσε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από τον 8ο αι. π.Χ ώς τον 6ο αι. π.Χ., αλλά και το συμπέρασμα ότι όλος αυτός ο οικισμός υπέφερε διαρκώς από πλημμύρες. Έτσι, κάποια στιγμή καλύφθηκε από τις προσχώσεις είτε του Ασωπού ποταμού είτε ενός χειμάρρου που ίσως να ονομαζόταν Ωρωπός. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και να ιδρύσουν μια νέα πόλη η οποία, όπως γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο, ονομάστηκε πλέον Ωρωπός.

Οι πλημμύρες αυτές οδήγησαν στο να «ξεχαστεί» η Γραία και γι’ αυτό υπάρχει κάποια ασάφεια στις πηγές για το πού ακριβώς βρισκόταν. (Ως γνωστόν, υπάρχει και η άποψη της ονομασίας του Ωρωπού από τον ποταμό Ασωπό, με το φαινόμενο του γλωσσικού ρωτακισμού που μετατρέπει το σ σε ρ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα: Ασωπός à Αρωπός à Ωρωπός).

Η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα τις τελευταίες δεκαετίες στη Σκάλα Ωρωπού και τα Νέα Παλάτια δεν μας επιτρέπει να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης του Ωρωπού. Επιτύμβιες στήλες προερχόμενες από το ανατολικό νεκροταφείο είχε περισυλλέξει ο Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Παπαδάκης το 1926.  Οι σωστικές ανασκαφές άρχισαν το 1975 στην περιοχή του Ωρωπού, από τη Β’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αττικής, όταν Έφορος Αρχαιοτήτων ήταν ο Βασίλειος Πετράκος.

Οι νεότερες ανασκαφές ξεκίνησαν από την αρχαιολόγο Αλίκη Δραγώνα στη δεκαετία του 1980, όταν σχεδιαζόταν η ανέγερση του Γυμνασίου Ωρωπού και βρέθηκαν κατάλοιπα σε μεγάλο βάθος κατά την εκσκαφή των θεμελίων αυτού του κτηρίου. Μέχρι τότε, στην ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού δεν γνωρίζαμε καθόλου την ύπαρξη καταλοίπων των πρώιμων ιστορικών χρόνων. Οπότε, όταν βρέθηκε αυτή η εκτεταμένη εγκατάσταση πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για έναν οικισμό του 8ου αιώνα π.Χ. που στέκεται σε τόσο καλή κατάσταση ώστε όμοιό του δεν έχουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα και τούτο διότι η πλημμύρα που οδήγησε στην εγκατάλειψη της θέσης, οδήγησε ταυτόχρονα και στην άψογη διατήρηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.

Μετά από χρόνια, ο καθηγητής Α. Μαζαράκης ανέλαβε τη συστηματική ανασκαφή αυτού του χώρου για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας, από το 1996 έως το 2011 και στη συνέχεια με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Ο κύριος οικισμός της Ομηρικής Γραίας χρονολογείται στη λεγόμενη Γεωμετρική Περίοδο, δηλ. στον 8ο αι. και στις αρχές του 7ου αι.π.Χ. Ο οικισμός αλλάζει χαρακτήρα αργότερα και η θέση συνεχίζει να κατοικείται μέχρι τα τέλη του 6ου αι. και ίσως μέχρι τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Φαίνεται να ήταν ένας παράκτιος και με μακρόστενο σχήμα οικισμός (η θάλασσα ήταν πιο κοντά και σήμερα έχει υποχωρήσει από τις προσχώσεις του Ασωπού) και χαρακτηρίζεται από κτήρια τα οποία ήταν κτισμένα με απλές πέτρες ανεπεξέργαστες, πλίνθινες ανωδομές και στέγες αχυρένιες ή από άλλα φθαρτά υλικά, όπως π.χ. καλάμια. Τα κτήρια είναι είτε ελλειψοειδή, είτε αψιδωτά, είτε κυκλικά, δηλ. επικρατούν τα καμπυλόγραμμα σχέδια. Συνολικά έχουν βρεθεί πάνω από σαράντα κτήρια.

Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (γεωμετρικά έως αρχαϊκά χρόνια), η Γραία έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με την Ερέτρια και μάλιστα ενδέχεται να ιδρύθηκε από Ερετριείς, όπως δείχνουν τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των ευρημάτων ως προς την αρχιτεκτονική, την κεραμική παραγωγή και τα εργαστήρια (οι κάτοικοι έφερναν άργιλο από απέναντι για να κατασκευάσουν τα αγγεία τους), ακόμα και το αλφάβητο (σε πρώιμο χάραγμα που βρέθηκε στην περιοχή έχει χρησιμοποιηθεί το ερετριακό αλφάβητο).[1]

Επιπλέον, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η στενή σχέση με την Ερέτρια οδήγησε τους κατοίκους της Γραίας να συνταξιδέψουν με τους Ερετριείς και να συμμετέχουν στην ίδρυση των πρώτων ελληνικών αποικιών στη Δύση και συγκεκριμένα στον κόλπο της Νάπολης όπου οι Ευβοείς ίδρυσαν πρώτα τις Πιθηκούσες και αργότερα, σε ιταλικό έδαφος, την Κύμη. Μάλιστα, από τους Γραίους που ταξίδεψαν στη Δύση ίσως προήλθε το εθνικό επίθετο Greci που είναι παράγωγο του Γραίοι και έτσι οι ιταλικοί πληθυσμοί γνώρισαν αρχικά του Έλληνες ως «Γραικούς».

Η υπόθεση για τη «συνεργασία» των Ευβοέων με τους Γραίους για την ίδρυση των αποικιών ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι πρώτοι αναζητούσαν στις αποικίες κυρίως μέταλλα και ο οικισμός του Ωρωπού ήταν ένα γνωστό ισχυρό κέντρο μεταλλοτεχνίας των πρώιμων ιστορικών χρόνων με εργαστήρια που κατασκεύαζαν κυρίως σιδερένια αλλά και χάλκινα αντικείμενα.

Στην πορεία των χρόνων, λόγω των πλημμυρών, αλλά και νέων αρχιτεκονικών συνηθειών και κοινωνικών συνθηκών αλλάζει η μορφή των κτηρίων. Εγκαταλείπονται σταδιακά τα καμπυλόγραμμα κτίσματα και συναντούμε ολοένα και περισσότερο ευθύγραμμα κτίσματα με ορθές γωνίες, μακρόστενους δρόμους και ένα κτήριο σε σχήμα παραλληλογράμμου το οποίο θα μπορούσε να είναι ενδεχομένως και μία αγορά. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία «αντικατάστασης» του γεωμετρικού από τον αρχαϊκό οικισμό διακόπηκε για ακόμα μία – και τελευταία – φορά από μία καταστρεπτική πλημμύρα που ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινηθούν περίπου 600 μέτρα ανατολικότερα στις πλαγιές του λόφου όπου εικάζεται ότι υπήρξε η Ακρόπολη του Ωρωπού κατά την κλασσική έως και ρωμαϊκή εποχή.

Όσον αφορά τις καλλιέργειες, μπορούμε να πούμε ότι καλλιεργούσαν δημητριακά – κυρίως σιτάρι και δίκοκκο κριθάρι – και όσπρια όπως το μπιζέλι, το φασολάκι, τα ρεβίθια, όπως προκύπτει από τις αναλύσεις. Επίσης, βρέθηκαν πάρα πολλοί ελαιοπυρήνες (κουκούτσια από ελιές) σε εργαστήριο μεταλλοτεχνίας, γεγονός το οποίο μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι πιθανώς να χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη.

Από την ανάλυση των ζωικών οστών προκύπτει ότι υπήρχαν κυρίως αιγοπρόβατα και αρκετά βοοειδή. Επίσης, έχουν εντοπιστεί οστά από σκυλιά, ημίονους, μικρά άλογα, ελάφια και λαγούς. Από θαλασσινά όστρακα έχουν εντοπιστεί κυρίως πορφύρες που ίσως χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή χρώματος σε βιοτεχνικό επίπεδο εντός των οίκων.

Αν και η περιοχή δεν φαίνεται να απέκτησε κάποιον κεντρικό χώρο λατρείας, ωστόσο υπάρχουν τέτοιες στο πλαίσιο του κάθε οίκου: Κάθε «νοικοκυριό» περιελάμβανε μία κύρια κατοικία και διάφορους ανεξάρτητους θαλάμους. Κάποιος από αυτούς τους θαλάμους ήταν ο χώρος της «οικιακής λατρείας»: ένα οικακό ιερό, μικρός βωμός, θρανίο με αθύρματα, κτλ. Οι υπόλοιποι θάλαμοι περιελάμβαναν αποθηκευτικούς χώρους και όλα αυτά περικλείονταν από έναν περίβολο. Η οικογένεια ήταν μάλλον διευρυμένης μορφής.

Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες για την ανάδειξη του χώρου, ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο διότι αφενός τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρίσκονται σε μεγάλο βάθος (από 3μ. έως 5,5μ.) και αφετέρου τα τελευταία χρόνια έχει ανέβει αρκετά ο υδροφόρος ορίζοντας με αποτέλεσμα συχνά να πλημμυρίζουν. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για έναν οικισμό μοναδικό για την ηπειρωτική Ελλάδα της εποχής εκείνης, ο καθηγητής Μαζαράκης υποστηρίζει πως θα ήταν κρίμα να γίνει κατάχωση και να μην είναι ορατός σε επισκέπτες. Θα είναι ένα μοναδικό σημείο όπου θα μπορεί κανείς να σχηματίσει εικόνα για το πώς ήταν ένας οικισμός του 8ου αι. π.Χ.

Έτσι, σήμερα, μια ομάδα επιστημόνων σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού εκπονεί μελέτη που θα υποβληθεί στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο για την κατασκευή ενός στεγάστρου και αργότερα ενός επιτόπιου μουσείου το οποίο θα αποτελέσει χώρο εκπόνησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων, πόλο έλξης επισκεπτών με την ελπίδα στη συνέχεια να ανεγερθεί και ένα Αρχαιολογικό Μουσείο για να στεγάσει τις αρχαιότητες του Ωρωπού, όλων των περιόδων από τα πρώιμα ιστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια.

Πηγές:

Μαζαράκης – Αινιάν (2023), συνέντευξη στο Lifo: Γεωμετρικός Ωρωπός: Η Ομηρική Γραία της Ιλιάδας: https://www.youtube.com/watch?v=cZKg9XNZG8Q&t=1562s

Παριανού Ε. (2003), Οι αρχαιότητες του Ωρωπού, Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος

 



[1] Αργότερα, κατά τα κλασσικά χρόνια, όταν ο Ωρωπός μετακινείται στη γνωστή του θέση λίγο ανατολικότερα, οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι θα έχουν πολύ πιο κυρίαρχο ρόλο να παίξουν ως προς την επιρροή τους στην περιοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου